Ο χώρος της τέχνης και ειδικότερα της λογοτεχνίας είναι ο χώρος της ιδεολογικής ανεξιθρησκίας και ταυτόχρονα της πιο μάχιμης και ουσιαστικής αντιπαράθεσης, χωρίς να χάνεται στο ελάχιστο η εκτίμηση ανάμεσα στις αντιπαρατασσόμενες πλευρές. Φτάνει να θυμηθούμε μια ιστορική διένεξη, όπως εκείνη του Μάρκου Αυγέρη με τον κριτικό της λογοτεχνίας Δημήτρη Ραυτόπουλο σε σχέση με τις «Ακυβέρνητες πολιτείες» του Στρατή Τσίρκα. Αλλά και τον θρήνο και τον κοπετό, πριν από αρκετά χρόνια, όταν ο αλησμόνητος Μένης Κουμανταρέας αποφάσισε να «μεταφράσει» _ άστοχα, είναι αλήθεια _ στα νεοελληνικά ένα διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.

Δεν θυμόμαστε αν ο δημιουργός της «Βιοτεχνίας υαλικών» είχε προσπαθήσει να δικαιολογήσει το εγχείρημά του αυτό. Θυμόμαστε όμως πόσο αδιατάρακτη συνεχίστηκε η φιλία και η αλληλοεκτίμηση μ’ έναν συνάδελφό του πεζογράφο όταν ο τελευταίος σχολίασε τη «μεταφραστική» αυτή απόπειρα του Κουμανταρέα, λέγοντας πως «το να «μεταφράζεις» Παπαδιαμάντη είναι σαν να του κόβεις τ’ αρχίδια». Μας ήρθε στο μυαλό αυτή η σχετικά πρόσφατη ιστορία όταν ανακαλύψαμε σε φυλαγμένα αποκόμματα εφημερίδων τι ακριβώς είχε συμβεί πριν από πενήντα χρόνια, για την ακρίβεια τον χειμώνα του 1966 προς το 1967, όταν η λογοτέχνις Γεωργία Ταρσούλη και ο θεωρητικός και κριτικός της λογοτεχνίας Μ. Μ. Παπαϊωάννου είχανε «μεταφράσει» διηγήματα του Παπαδιαμάντη για δύο διαφορετικούς εκδοτικούς οίκους.

Αρθρα με πηχυαίους τίτλους (για παράδειγμα «Οι Προκρούστες») δημοσιεύτηκαν στις εφημερίδες της εποχής ενώ μια συγχορδία φωνών μιλούσε άλλοτε για βάναυση και ανενόχλητη κακοποίηση των νεοκλασικών της λογοτεχνίας μας και άλλοτε για το πόσο αχρείαστη, ασυγχώρητη, στραγγαλιστική και τελικά ηλίθια υπόθεση είναι η «μετάφραση» του Παπαδιαμάντη καθώς ελάχιστα είναι τα χωρία των διηγημάτων του δυσνόητα στα παιδιά λόγω της χρησιμοποίησης σπανίων λέξεων της καθαρεύουσας. Ενας μάλιστα σχολιογράφος παραθέτει, εξηγώντας την οργή του, ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα, πόσο δηλαδή αδιανόητη και βλακώδης θα έπρεπε να λογαριαστεί κάθε απόπειρα συμμόρφωσης του Καβάφη στους κανόνες της «Γραμματικής» του Μανώλη Τριανταφυλλίδη.

Πενήντα χρόνια είναι ένα επαρκές διάστημα για να σκεφτεί κανείς κάτι που βαθύτατα θα έπρεπε να μας προβληματίζει: πως όσοι υπεραμύνονται της γλώσσας μ’ έναν τρόπο οργισμένο για τον κίνδυνο που διατρέχει να αλλοιωθεί, να συκοφαντηθεί και τελικά να καταστραφεί είναι όσοι δεν πιστεύουν ουσιαστικά στη διαχρονική της αξία και την λογαριάζουν απλά ως ένα ομιλητικό σύμπτωμα.

Μόνον αν ο Παπαδιαμάντης έπαυε να παραμένει ο Παπαδιαμάντης και η απόπειρα «μετάφρασής» του είχε εδραιωθεί, θα δικαιούνταν να μιλήσει κανείς για κίνδυνο να ζημιωθεί η γλώσσα. Για να μην προσθέσουμε πως οι «μεταφραστές» και «διασκευαστές» του (έχουν υπάρξει και άλλοι) σα να διήγειραν και να πολλαπλασίασαν την όρεξη για επιστροφή στο πρωτότυπο.

Με όσους βιασμούς, εκφυλισμούς, καταποντισμούς και αν υφίσταται συχνά η γλώσσα _ κυρίως λόγω της χρήσης της από τους πολιτικούς _ μπορεί να αυτοκαθαίρεται την κρίσιμη στιγμή όπως ακριβώς η θάλασσα, που παραμένει γαλήνια και πεντακάθαρη, έχοντας ξεράσει όλες τις βρωμιές με τις οποίες την έχουν κατά διαστήματα μπουκώσει.