Η ελληνική οικονομία και μαζί της ολόκληρη η χώρα βολοδέρνουν σε μια πολύμηνη διαπραγμάτευση που μπορεί να σκοντάψει στο θέμα της ΔΕΗ. Με τις πιθανότητες για μια αναπτυξιακή χρονιά να εξανεμίζονται, η προοπτική αυτή ξεπερνά τα όρια της παραδοξότητας και της ανευθυνότητας –δείχνει εγκληματική.

Η απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας αποτελεί ανοικτό ζήτημα πέραν της 15ετίας, έχει οδηγήσει σε καταδίκες της Ελλάδας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και, εν πολλοίς, η υποχρέωση και η αναγκαιότητα να αλλάξει το μοντέλο ενός κρατικού μονοπωλίου έχει γίνει αποδεκτό από τους επικεφαλής του κυβερνητικού συνασπισμού ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Είναι η υπογραφή στο τρίτο Μνημόνιο του 2015, για περιορισμό του μεριδίου αγοράς που κατέχει η ΔΕΗ από το 95% στο 50% έως το 2020, εκείνη που δεσμεύει τους νυν κυβερνώντες και δεν επιτρέπει υπαναχωρήσεις και πολιτικούς ελιγμούς.

Οι ιδεολογικές αγκυλώσεις, οι εσωκομματικές ισορροπίες και οι πελατειακές ανάγκες, αλλά κυρίως η προσπάθεια να διατηρηθούν αναχρονιστικά κεκτημένα για τις συνδικαλιστικές φατρίες που εξουσιάζουν με τον δικό τους τρόπο τη μεγαλύτερη επιχείρηση της χώρας δεν αρκούν για να δικαιολογήσουν άλλες καθυστερήσεις: η ιδιωτικοποίηση λιγνιτικών και υδροηλεκτρικών μονάδων δεν μπορεί πλέον να αποτελεί αντικείμενο παζαριού με τους συνδικαλιστές της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ ούτε με κυβερνητικά στελέχη που υπηρετούν μια προσωπική ατζέντα, η οποία ενδεχομένως συνδέεται και με σχεδιασμούς «ηρωικής εξόδου». Με τις οδυνηρές περικοπές σε μισθούς και συντάξεις να έχουν συνολομογηθεί, τα αναχώματα που στήνονται για τη ΔΕΗ ξεπερνούν τη λογική, μπροστά σε ακόμη μία χαμένη χρονιά. Η χώρα και η κοινωνία δεν αντέχουν άλλο «κάρβουνο»…