Δέκα λεπτά διάδρομος περπάτημα, πέντε λεπτά διατάσεις και μετά εξήντα λεπτά ασκήσεις με ελεύθερα βάρη. Αυτό ήταν το μοτίβο γυμναστικής μου για περίπου τέσσερα χρόνια. Αλλαγές στα προγράμματα, στο βάρος, στις επαναλήψεις, αλλά πάνω-κάτω αυτό. Για το τρέξιμο δεν έτρεφα ιδιαίτερη εκτίμηση. Ή μάλλον έτρεφα, αλλά ντρεπόμουν να παραδεχτώ ότι έπασχα πολύ σε αυτό. Κάτι που θα άλλαζε κατά την προσπάθειά μου να τρέξω τον πρώτο μου Μαραθώνιο. Μια προσπάθεια που θα έπρεπε να τιτλοφορείται «Από το απόλυτο 0 στα 42.195 μ.». Και με το «απόλυτο» κυριολεκτώ, διότι, όπως θυμάμαι, όταν ξεκίνησα το τρέξιμο, αδυνατούσα να ολοκληρώσω ένα χιλιόμετρο αν δεν έκανα μια στάση ή αν δεν περπατούσα λίγο στο ενδιάμεσο.

Ωστόσο, είχα πάρει την απόφαση να τρέξω και θα έπρεπε να το οργανώσω σωστά, ώστε να το πετύχω σταδιακά και χωρίς τραυματισμούς. Είχα στη διάθεσή μου 10 μήνες μέχρι τον αγώνα. Αποφάσισα ότι θα ακολουθούσα ένα συντηρητικό πρόγραμμα προπονήσεων για αρχάριο, θα έκανα έναν πλήρη ιατρικό έλεγχο και θα ζητούσα τις συμβουλές διατροφολόγου. Το δυσκολότερο, όμως, ήταν ότι θα έπρεπε να είμαι συνεπής σε αυτό μου το πλάνο.

Στη θεωρία ήταν ένα καλό σχέδιο, το οποίο μπήκε αμέσως σε εφαρμογή –όσο το σκέφτομαι, μάλλον με υπερβάλλοντα ζήλο. Ξέχασα εντελώς το αλκοόλ, το ξενύχτι, το junk food και γενικά καθημερινές γευστικές ατασθαλίες. Το Σάββατό μου είχε μεταμορφωθεί από ημέρα εξόδου σε ημέρα ξεκούρασης και προετοιμασίας για το long run της Κυριακής, η οποία αντί να με βρίσκει στο κρεβάτι, με έβγαζε σε μια περιοχή της Αθήνας να τρέχω με τις σκέψεις μου.

Η βελτίωση ήταν εμφανής, όσο όμως περνούσε ο καιρός η κούραση την ανταγωνιζόταν, με τα επιθέματα πάγου να αλλάζουν συχνότερα και την αγωνία για το τελικό αποτέλεσμα να δημιουργεί κρίσεις πανικού όποτε μια προπόνηση οδηγούσε στον λεγόμενο «τοίχο». Περνώντας κάποιους μήνες μετά τη γραμμή του τερματισμού, συνάντησα κάτι πολύ παραπάνω από την ολοκλήρωση ενός αγώνα. Είχα πετύχει έναν προσωπικό στόχο που πολλές φορές φάνταζε ανούσιος, δύσκολος ή ακόμα και εντελώς άπιαστος. Παράλληλα όμως είχα αλλάξει και τον τρόπο ζωής μου. Το τρέξιμο είχε γίνει μέρος της καθημερινότητάς μου.

Πλέον τρέχω συστηματικά, με πολλές συμμετοχές σε αγώνες, μικρών και μεγάλων αποστάσεων. Το βασικότερο όμως είναι ότι τώρα που γνωρίζω τα όριά μου παίρνω μέρος χωρίς κανένα άγχος. Τα 20 χιλιόμετρα που κάποτε με έκαναν σχεδόν να λιποθυμήσω, τώρα αντιμετωπίζονται εύκολα, ενώ έχω αποκτήσει την πείρα ώστε να πειραματίζομαι και να προσαρμόζω τις προπονήσεις μου. Δεν έχω σταματήσει εντελώς το γυμναστήριο επειδή και αυτό χρειάζεται, αλλά κατά κύριο λόγο κυνηγάω το έξω, τον ανοικτό χώρο, τα γήπεδα όπου μπορώ να κάνω σπριντ, τις ανηφόρες που με δυσκολεύουν και τις διαδρομές που μπορώ να απολαύσω με δύο πολύ καλούς φίλους που δεν σταματάνε να προκαλούν τους εαυτούς τους.

Ο Βασίλης Βαλέργας είναι 30 ετών. Εχει τρέξει ήδη μία φορά τον Αυθεντικό Μαραθώνιο της Αθήνας και σε λίγες μέρες βάζει πλώρη για τον «Μέγα Αλέξανδρο» στη Θεσσαλονίκη.