Εν αρχή ην το ηχόχρωμα. Το είχε θέσει ωραία ο Μπιλ Εβανς: «Συνέχισε να ψάχνεις για τον ήχο που ακούς στο μυαλό σου, μέχρι να γίνει πραγματικότητα». Και εδώ που τα λέμε, τουλάχιστον στην τζαζ, αν αφήσουμε στην άκρη τα πιο δομικά συστατικά, αυτό που διακρίνει έναν μουσικό είναι η φυσική χροιά του οργάνου του. Στα αδιαμεσολάβητα πνευστά, με λίγο πάθος και κατάρτιση, ίσως κατακτάται σχετικά εύκολα. Στην ηλεκτρική κιθάρα, όπου μπλέκονται μαγνήτες, πετάλια, ή λυχνίες, οι απλώς επιφανειακές διαφορές καραδοκούν. Ενας κιθαρίστας που δεν αρέσκεται στα τεχνικά μπιχλιμπίδια, δεν αποκλείεται να ακούγεται σαν κάποιον με το ίδιο όργανο ή μοντέλο ενισχυτή. Εκτός και αν, χωρίς να αγνοεί τον εξοπλισμό, δώσει έμφαση στη σχέση χορδής, ταστιέρας και δακτύλων. Αν αξιοποιήσει κάθε παράγοντα που επηρεάζει το ηχητικό αποτέλεσμα. Αν, με άλλα λόγια, είναι κάποιος σαν τον Μπιλ Φρίζελ.

Εχει ειπωθεί ότι ο ήχος του αναπτύσσεται και αναπνέει όπως εκείνος μιας τρομπέτας, του Μάιλς Ντέιβις ας πούμε. Ισως γιατί ήδη από τα πρώτα του σχολικά χρόνια στο Ντένβερ ο Φρίζελ άρχισε να παίζει κλαρινέτο, το οποίο δεν εγκατέλειψε πριν από το πανεπιστήμιο. Οταν όμως μεγάλωνε τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 το όργανο που κυριαρχούσε ήταν η ηλεκτρική κιθάρα. «Ηταν σχεδόν σαν χόμπι» έχει πει ο ίδιος, ιδιαιτέρως προσβάσιμο κιόλας, αφού όλο και κάποιος φίλος ή γείτονας το ασκούσε. Κάπως έτσι, ο Φρίζελ απόκτησε μια δική του και άρχισε να πηγαίνει σε συναυλίες τόσο του Θελόνιους Μονκ («δεν μπορούσα να αντιληφθώ τα πάντα») όσο και του Τζίμι Χέντριξ («ήταν σαν να έρχεται κατά πάνω μου ένας τεράστιος ηχητικός τοίχος»).

Με τα πολλά μετακόμισε στη Βοστώνη για να σπουδάσει στο Berklee School of Music, εμβάθυνε στην τζαζ και έφυγε για το Βέλγιο, όπου συνάντησε τον Μάνφρεντ Αϊχερ, ιδρυτή της ECM. Οταν σε μια ηχογράφησή της ο επιτετραμμένος κιθαρίστας απουσίασε, ο Φρίζελ κλήθηκε να τον αντικαταστήσει. Σύντομα έγινε κάτι σαν βασικός παίκτης της εταιρείας, με εμφανίσεις σε άλμπουμ όπως το «Paths, Prints» του Γιαν Γκαρμπάρεκ.

Τα δικά του άλμπουμ ούτε άργησαν να έρθουν ούτε σπανίως κυκλοφορούσαν. Αν από τα σχεδόν εξήντα έπρεπε να διαλέξουμε δυο – τρία αντιπροσωπευτικά, ίσως θα ήταν το «Have a little faith» και το «This Land». Το πρώτο ήταν μια χαρτογράφηση της επικράτειας της Americana, ενώ το δεύτερο περιελάμβανε κομμάτια του Φρίζελ, τα οποία όμως αξιοποιούσαν στοιχεία από την κάντρι, το ροκ, την bluegrass και άλλα γηγενή. Εκτεταμένες, ιμπρεσιονιστικές μελωδίες, τόσο πρωτοποριακές όσο και προσβάσιμες. Σχεδόν όπως και οι κατά καιρούς συνεργασίες του ανδρός: με τη Μαριάν Φέιθφουλ, τον Τζίντζερ Μπέικερ, τον Ελβις Κοστέλο ή τον Τζον Ζορν. Οχι ότι από τη δισκογραφία του θα έλειπαν και οι αναδρομές στα είδωλα της νιότης του: το «All we are saying…» επανερμήνευε τραγούδια του Τζον Λένον όπως τα «Imagine», «Across the universe», «Beautiful Boy», σκάβοντας βαθιά μέχρι τον συναισθηματικό τους πυρήνα, χωρίς να διαταράσσει την αρμονική δομή.

Το τελευταίο του άλμπουμ λέγεται «When you wish upon a star» και τιτλοφορείται από το ομώνυμο τραγούδι στην ταινία «Πινόκιο» της Ντίσνεϊ. Τα υπόλοιπα κομμάτια είναι επίσης κινηματογραφικά: ακούει κανείς διασκευές στη μουσική που έγραψε για το χιτσκοκικό «Ψυχώ» ο Μπέρναρντ Χέρμαν, στο «Moon River» του Χένρι Μαντσίνι, στο θέμα του Ενιο Μορικόνε για το «Κάποτε στη Δύση», του Νίνο Ρότα για τον «Νονό» και κάμποσα άλλα.

Tο σινεμά μόνο ξένο δεν είναι στον άνθρωπό μας. Στο παρελθόν έχει γράψει μουσική για το «Ανακαλύπτοντας τον Φόρεστερ» του Γκας Βαν Σαντ, έχει συνεργαστεί με τον Βιμ Βέντερς στο «Million Dollar Hotel», έχει συνεισφέρει μουσικά σε παλιές ταινίες του Μπάστερ Κίτον. Ειδικά το τελευταίο σαν να ήταν ένα εγχείρημα που συμπύκνωσε τη μουσική κοσμοθεωρία του. «Θυμάμαι το κωμικό στοιχείο του Κίτον, όλες αυτές τις καρτουνίστικες πτώσεις κ.λπ. Οποιος όμως γνωρίζει τις ταινίες του, εντοπίζει και τη λύπη τους» έλεγε κάποτε ο κιθαρίστας. «Εχουν μια τεράστια συναισθηματική παλέτα. Ετσι περίπου αντιμετωπίζω τη μουσική. Οσα αγαπάω σε αυτήν, βρίσκονται σε αυτές τις ταινίες».