Διεθνώς, ο Τύπος έχει εισέλθει σε μια περίοδο διαρκούς κρίσης, για κάποιους στη χειρότερη στην ιστορία του. Στην Ελλάδα, η κρίση δεν οφείλεται όμως μόνο στην οικονομική κρίση και στην έλευση του Διαδικτύου, αλλά συνδέεται άρρηκτα με την έλευση της ιδιωτικής τηλεόρασης. Και αυτό γιατί η ιδιωτική τηλεόραση δεν μετέβαλε μόνο τις συνήθειες του κοινού όσον αφορά την παροχή της ενημέρωσης με τεράστιο αρνητικό αντίκτυπο στην κρατική τηλεόραση, αλλά είχε σημαντικές αρνητικές συνέπειες και στον Τύπο. Οι εφημερίδες δεν κατόρθωσαν να προασπίσουν το «συγκριτικό πλεονέκτημά» τους στην τότε παρεχόμενη ενημέρωση, όπως η κριτική και η σε βάθος ανάλυση των γεγονότων. Αντίθετα υιοθέτησαν, στις περισσότερες περιπτώσεις, το μοντέλο της τηλεοπτικής δημοσιογραφίας. Η έλευση του Διαδικτύου ήταν το αμέσως επόμενο πλήγμα καθώς αν η τηλεόραση απέσπασε από τις εφημερίδες την αμεσότητα της ενημέρωσης, το Διαδίκτυο «λεηλάτησε» όποιο συγκριτικό πλεονέκτημα κι αν είχαν.

Από την άλλη, η έλλειψη αξιοπιστίας στη δημόσια και πολιτική ζωή είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της απογοήτευσης ή δυσπιστίας της κοινής γνώμης και την αδιαφορία προς τα κοινά με συνέπεια να αντικατοπτριστεί αυτό και στην κυκλοφορία των εφημερίδων. Η πολιτική δυσφορία και η εκλαμβανόμενη από την κοινή γνώμη πολιτική αναποτελεσματικότητα σαφώς έχει επηρεάσει αρνητικά τις κυκλοφορίες των εφημερίδων, καθώς παραμένουν να ενέχουν έντονη πολιτική διάσταση.

Με άλλα λόγια, όταν ένας χώρος δεν παρουσιάζει «επιτυχίες» αλλά αντίθετα προκαλεί δυσφορία αυτό έχει συνέπειες και στον φορέα που καταγράφει τα τεκταινόμενα του χώρου. Τέλος, οι συνεχείς «πριμοδοτήσεις» των εντύπων από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 με εξωδημοσιογραφικά προϊόντα ανέστειλαν την κάμψη αλλά μόνο παροδικά και πρόσκαιρα. Δεν είναι τυχαίο ότι τα δώρα εκλήφθηκαν από το κοινό ως συστατικό στοιχείο της έκδοσης των εφημερίδων, με αποτέλεσμα η τυχόν εγκατάλειψή τους να συνδυαστεί με θεαματικές κυκλοφοριακές απώλειες. Κ. ΜΕΤΑΞΑ