Ο δημόσιος διάλογος για τη συνταγματική αναθεώρηση είναι ένα επικοινωνιακό καλαμπούρι που δεν φαίνεται να συγκινεί ούτε τους βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος. Πρώτον, διότι το περιεχόμενό της δεν έχει καλά καλά συζητηθεί ούτε στα κομματικά όργανα. Δεύτερον, γιατί πέρα από μια πρώτη, σχετικά αόριστη διακήρυξη των κυβερνητικών προθέσεων το προηγούμενο καλοκαίρι, κανείς δεν γνωρίζει ποια είναι η μορφή της συνταγματικής μεταβολής που επιδιώκει η κυβερνητική πλειοψηφία. Τρίτον, διότι όλοι γνωρίζουν πως πρόκειται για μια διαδικασία χωρίς συναίνεση, άρα με προδικασμένο τέλος.

Το σενάριο της συναίνεσης κατέρρευσε όταν η πρόταση που είχε καταθέσει ο Μητσοτάκης –να ψηφιστούν με ευρεία πλειοψηφία όλες οι αναθεωρητέες διατάξεις που προτείνονται από την κυβέρνηση και αντιπολίτευση από την παρούσα Βουλή, ώστε η επόμενη που θα προκύψει μετά τις εκλογές να αποφασίσει με απλή πλειοψηφία –δεν είχε γίνει δεκτή από το Μαξίμου, που στο μεταξύ είχε ζητήσει από την πλευρά της Νέας Δημοκρατίας να συναινέσει στην αλλαγή του εκλογικού νόμου. Κάπου εκεί σταμάτησε και η συζήτηση, αφού έγινε λίγο – πολύ προφανές ότι θα πρόκειται για ακόμη μια διαδικασία χωρίς αποτέλεσμα. Πεδία συναίνεσης δεν βρέθηκαν ούτε με το ΠΑΣΟΚ, Το Ποτάμι και το ΚΚΕ, ενώ ακόμη κι ο Λεβέντης, που είχε παραστεί στην κυβερνητική φιέστα του καλοκαιριού, χάθηκε στη μετάφραση.

Η κυβέρνηση περιμένει τώρα από τους πολίτες να τοποθετηθούν επάνω σε δομικές αλλαγές στον καταστατικό χάρτη της χώρας χωρίς να έχει προηγηθεί οποιαδήποτε προεργασία. Για παράδειγμα, αντικείμενο συζήτησης γίνεται η άμεση εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από τον λαό –σε περίπτωση αποτυχίας εκλογής του από τη Βουλή –και μοιραία η διαδικασία εισέρχεται σε μονοπάτια αλλοίωσης του χαρακτήρα του πολιτεύματος. Μια άμεση εκλογή του ανώτατου άρχοντα από τον λαό –σε μια χώρα με παράδοση διχασμών –θα δημιουργούσε περισσότερα προβλήματα από όσα θεωρητικά θα έπρεπε να λύσει, δηλαδή το εξής ένα, τη διάλυση της Βουλής. Ενώ το πραγματικό ζητούμενο αφορά κυρίως τη σχετική διεύρυνση των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας, ώστε το πολίτευμα να αποκτήσει επιπλέον θεσμικά αντίβαρα.

Το ίδιο ισχύει και για τα υπόλοιπα ζητήματα στα οποία οι πολίτες θα κληθούν –με τη βοήθεια μιας Επιτροπής για τη Συνταγματική Αναθεώρηση, στην οποία δεν συμμετέχει ούτε ένας συνταγματολόγος –να τοποθετηθούν. «Δεν θα είναι απλά ένα chat στο Διαδίκτυο» είπε ο Πρωθυπουργός κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στην Επιτροπή για την Αναθεώρηση, αναφερόμενος στη συμμετοχή των πολιτών στη διαβούλευση, εξηγώντας βέβαια μετά πως όταν η συζήτηση φτάσει στο Κοινοβούλιο, οι βουλευτές δεν δεσμεύονται από την άποψη της κοινωνίας. Σωστά, γιατί τότε θα βγουν τα κομπιουτεράκια, θα φανεί η αδυναμία συναίνεσης και το θέμα θα ξεχαστεί. Παρεμπιπτόντως, η τελευταία αναθεώρηση, αυτή του 2008, αναλώθηκε αποκλειστικά στην κατάργηση του επαγγελματικού ασυμβίβαστου των βουλευτών. Προφανώς, έχουμε την πολυτέλεια να ξοδέψουμε ακόμη μια.