Το προδήλως δεδομένο και το αυτοδήλως τραγικό: την ώρα που το εθνικό σκάφος ημιβυθισμένο παραδέρνει, παλεύοντας με τα θηριώδη κύματα της χρεοκοπικής θύελλας, απουσιάζουν απελπιστικά ακόμη και οι απλούστεροι κώδικες επικοινωνίας όσων σύρονται μαζί του στον βυθό! Κι αυτό είναι ίσως το υπό τις περιστάσεις χειρότερο. Καθώς αφαιρεί ελάσσονες έστω πιθανότητες διάσωσης.

Οπου λοιπόν εναλλάξ οι μεν και οι δε: είτε υπερασπίζονται (ως θεσμικοί διαχειριστές) μια σχεδόν απέλπιδα πολιτική, με την (εν πολλοίς αόριστη) ελπίδα κάποιας διεξόδου. Είτε (από την αντίπερα όχθη οι άλλοι) διατυπώνουν αυτοεπιβεβαιούμενες προφητείες για μη αναστρέψιμη καταβύθιση. Πρωταγωνιστές που αδημονούν. Οι μεν για διατήρηση της εξουσίας. Οι δε για την άλωσή της. Κάτι που υπό συνθήκες ομαλότητας, είναι το άλας του δημοκρατικού γίγνεσθαι. Και ψόγος ασφαλώς (υπό συνθήκες εννοείται ομαλές) ουδείς.

Αλλά στην παρούσα (έως και καταθλιπτική) συγκυρία, η κατάστασή μας αποβαίνει εσωστρέφεια. Καθώς ο διάλογος κωφών που διέπει τις διακομματικές σχέσεις, διεξάγεται από παραταξιακά χαρακώματα. Διάλογος με προφανή χαρακτηριστικά εμφυλιοπολεμικών συνδρόμων. Και με δυναμικές διχαστικών υποτροπών. Κι αυτό δεν αποτελεί πεσιμιστική αναφορά ή φιλολογικό κασσανδρολόγημα. Συνιστά κοινή διαπίστωση. Δίκην διαγνώσεως πολιτικών παθολογιών που μας διέπουν. Ως αδυναμίες. Και αγκυλώσεις. Και μάλιστα (δυστυχώς) με καταφανείς τάσεις επιδεινώσεων. Καθώς ο πολιτικός λόγος ηχηρότατος μεν, παράφωνος δε. Και προπαντός ατελέσφορος. Αριστος ως προς την ευχερή διάγνωση. Αχρηστος όμως ως προς την ίαση. Γιατί στην ουσία (όπως καθόλου ίσως αδίκως ο μέσος πολίτης θεωρεί και πιστεύει) «ο καβγάς είναι για το πάπλωμα». Πάντοτε. Ή σχεδόν. Με τη διαφορά ότι και αυτό τελικά μπορεί να μην υπάρχει. Το «πάπλωμα» δηλαδή της εξουσίας. Και ο οίακας σε ένα σκαρί που είτε θα καταλήξει διαλυμένο στα βράχια είτε –στην καλύτερη περίπτωση –θα διευθύνεται από άλλους. Από τρίτους. Οπερ και πιθανότερο. Κάτι που επισημαίνεται στα «εντέλλεσθε» των λεγόμενων «θεσμών».

Να δούμε και να πούμε λοιπόν την αλήθεια: όταν χρωστάς «τα μαλλιοκέφαλά σου» (και δεν έχει σημασία πώς και γιατί) κουμάντο στο σπίτι σου κάνουν οι δανειστές. Οπως και αν τους προσαγορεύεις ή και όσα και αν τους προσάπτεις. Εταίρους δηλαδή. Αλλά την ίδια ώρα και αδίστακτους τοκογλύφους! Οι οποίοι για να σου δώσουν, απαιτούν υποθήκευση των χρυσαφικών και του ιδίου του οίκου σου.

Οπως και αν τα λογαριάσεις, τελικά στο τραυματικό πηλίκο παραμένει σταθερή πάντοτε η (ασόφως λησμονημένη) μενανδρική προειδοποίηση: «Τα δάνεια δούλους τους ελευθέρους ποιεί»! Διαχρονική σοφία. Πλην ξένη, ένεκα πλεοναζούσης (και κατ’ ακρίβειαν αβαστάκτου) ελαφρότητος. Οπότε και να μη διαπορούμε. Και να μη μεταθέτουμε τις ευθύνες αλλού. Οχι γιατί δεν τις υπέχουν και άλλοι. Είτε διαφθείροντας. Είτε και εκμεταλλευόμενοι περιστάσεις και αδυναμίες. Αλλα αυτό, ούτε αναιρεί την ημέτερη απρονοησία ούτε αποτελεί ελαφρυντικό της κακοδαιμονίας που οι εσωτερικές μας εκπτώσεις αναπαράγουν. Επιλιπαίνοντας τις χειρότερες εκδοχές της.

Αυτό ακριβώς επενεργεί τελικά με δυναμικές φαύλου κύκλου. Με ό,τι αυτό σημαίνει. Και όπως βιώνεται. Με όρους, όχι απλώς της στατιστικής αριθμολαγνείας, αλλά κυρίως με πτωχευτικές υποτροπές της βαναυσότητας που διέπει τους έως και καταθλιπτικούς δείκτες της ελληνικής καθημερινότητας. Οπου συντελείται χωρίς αντιστάσεις η λεηλασία της ζωής και η ταπείνωση των ανθρώπων.

Να συνέλθουμε.