Για μια ακόμα φορά, οι έλληνες μαθητές «πάτωσαν» στην περίφημη διεθνή έρευνα PISA (Programme for International Student Assessment) που διενεργεί ο ΟΟΣΑ με στόχο να μετρήσει την ικανότητα των 15χρονων μαθητών να εφαρμόζουν γνώσεις και κυρίως δεξιότητες στις Φυσικές Επιστήμες, στα Μαθηματικά και στην Κατανόηση Κειμένου ώστε να είναι σε θέση να συμμετέχουν ενεργά στη σύγχρονη κοινωνία.

Η Ελλάδα με μέσο όρο 455 μονάδες –και μικρή υποχώρηση 6 μονάδων συγκριτικά με την προηγούμενη έρευνα –κατατάσσεται στην ομάδα των χωρών με χαμηλότερη επίδοση από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ (με στατιστικά σημαντική διαφορά). Μάλτα, Σλοβακία, Χιλή και Βουλγαρία είναι οι χώρες των οποίων η επίδοση είναι ανάλογη με της Ελλάδας. Κύπρος, Τουρκία, Αλβανία εμφάνισαν χαμηλότερη απόδοση από τη χώρα μας.

Ως προς το κύριο αντικείμενο της έρευνας, που φέτος ήταν οι Φυσικές Επιστήμες, η Ελλάδα βρέθηκε στην 32η θέση ανάμεσα στις 35 χώρες του ΟΟΣΑ (ενώ το 2006 βρισκόταν στην 28η, αλλά μεταξύ 30 μόνο χωρών). Αντίστοιχη είναι η θέση της χώρας και σε σχέση με τα δύο άλλα αντικείμενα που εξετάστηκαν μόνο δευτερευόντως, δηλαδή 32η στα Μαθηματικά και 31η στην Κατανόηση Κειμένου. Στο σύνολο των 72 κρατών που περιλαμβάνει η έρευνα η Ελλάδα πήρε την 43η θέση.

Αριστοι οι «Δράκοι». Στον αντίποδα, όπως καταγράφει η υπεύθυνη του PISA για την Ελλάδα, πανεπιστημιακός Χρύσα Σοφιανοπούλου, η Σιγκαπούρη (με μέσο όρο 556 μονάδες) έχει την υψηλότερη επίδοση στις Φυσικές Επιστήμες. Η Ιαπωνία, η Εσθονία, η Φινλανδία και ο Καναδάς έχουν τις υψηλότερες επιδόσεις ανάμεσα στις χώρες του ΟΟΣΑ. Στην πρώτη δεκάδα περιλαμβάνονται επίσης οι ΤαΪβάν, Μακάο, Βιετνάμ, Χονγκ Κονγκ και Κίνα, για να διαπιστωθεί ότι η Ασία έχει κάνει άλματα στην εκπαίδευση.

Τα αποτελέσματα φανερώνουν επίσης μεγάλες διαφορές ανάμεσα στις χώρες όσον αφορά τις γνώσεις και δεξιότητες των μαθητών στις Φυσικές Επιστήμες. Για παράδειγμα, ο μέσος όρος της Σιγκαπούρης και της Ελλάδας διαφέρουν κατά 101 μονάδες. Εχει υπολογιστεί ότι η φοίτηση στο σχολείο για ένα σχολικό έτος αντιστοιχεί σε 38 μονάδες, επομένως τα αποτελέσματα δείχνουν ότι, κατά μέσον όρο, τους μαθητές από τις δύο αυτές χώρες τους χωρίζει περίπου μια διαφορά 2½ ετών φοίτησης στο σχολείο!

Η καθηγήτρια διαπιστώνει ακόμα ότι στις χώρες του ΟΟΣΑ, κατά μέσον όρο, οι μαθητές που προέρχονται από οικογένειες μεταναστών έχουν δύο φορές μεγαλύτερες πιθανότητες από τους γηγενείς συμμαθητές τους να μην ενταχθούν στο βασικό Επίπεδο 2 της κλίμακας των Φυσικών Επιστημών, και αυτό αφού συνυπολογιστεί η επίδραση του κοινωνικο-οικονομικού περιβάλλοντος. Ομως, 24% των μαθητών που προέρχονται από οικογένειες μεταναστών και από μη ευνοϊκό κοινωνικο-οικονομικό περιβάλλον θεωρούνται «ανθεκτικοί».

Ψυχραιμία. Σύμφωνα με τον πρόεδρο του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (το οποίο είναι ο φορέας υλοποίησης του PISA στην Ελλάδα) Γεράσιμο Κουζέλη, τα αποτελέσματα αυτά δεν αποτυπώνουν μεν την ποιότητα της ελληνικής εκπαίδευσης, αποτελούν ωστόσο ενδείξεις ορισμένων τάσεων και επομένως την ευκαιρία ψύχραιμης εξέτασης πλευρών της σχολικής μας εκπαίδευσης. Επίσης τα αποτελέσματα που ανακοινώθηκαν δεν αφορούν την περίοδο της τρέχουσας εκπαιδευτικής πολιτικής και επομένως δεν αποτυπώνουν τις αλλαγές που έχουν ήδη εισαχθεί στο σχολείο με περσινές και φετινές ρυθμίσεις ― ρυθμίσεις που εστιάζουν αρχικά στην πρωτοβάθμια και γυμνασιακή εκπαίδευση και θα αποτυπωθούν έτσι σε ένα διάστημα πενταετίας ή και δεκαετίας.

«Τα χρόνια που προηγήθηκαν δεν υπήρξε καμία εκπαιδευτική πρωτοβουλία ως προς τη στοχευμένη καλλιέργεια ικανοτήτων, την εμπέδωση των οποίων αξιολογεί το PISA, κι έτσι η έρευνα του 2015 δεν θα μπορούσε να καταγράφει ουσιαστικές μεταβολές. Η γενικά σκεπτικιστική στάση φορέων της εκπαίδευσης απέναντι στη σκοπιμότητα, στην αξιοπιστία αλλά και στις συνέπειες της αξιολόγησης που συνεπάγεται το PISA είχε επιβαρύνει αρνητικά το κλίμα εντός του οποίου διεξήχθη το τεστ του 2015, με ανάλογες συνέπειες στα αποτελέσματα των μαθητών» λέει ο Γεράσιμος Κουζέλης.

Συμπληρώνει ότι τα τεστ του PISA δεν αποτυπώνουν παρά μόνο την επίδοση σχετικά με συγκεκριμένες δεξιότητες και μορφές γνώσης που διαφέρουν (ενδεχομένως και ριζικά) από μορφές γνώσης και ικανότητες που καλλιεργούνται στο ελληνικό σχολείο και είναι από συγκεκριμένη σκοπιά πολύτιμες. Τα αποτελέσματα δεν μπορούν επομένως να ερμηνευτούν ως συγκριτική αξιολόγηση εκπαιδευτικών προγραμμάτων, καθώς οι κοινωνίες και τα πολιτισμικά περιβάλλοντα των χωρών που συμμετέχουν διαφέρουν σημαντικά, όπως και οι μορφωτικές τους προτεραιότητες.

«Η αξία, ωστόσο, κάποιων από τις διαστάσεις της γνώσης και των ικανοτήτων που αξιολογεί το PISA θα πρέπει να επανεξεταστεί από το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, καθώς είναι όντως κρίσιμες, ιδιαίτερα για τη συμμετοχή των αυριανών πολιτών στη σύγχρονη κοινωνία. Θα πρέπει επομένως αντίστοιχες πρόνοιες να ληφθούν σχετικά με τα προγράμματα σπουδών, τα βιβλία, τις διαδικασίες μάθησης και την αξιολόγησή τους» καταλήγει.