Ευεργετικά μάλλον αισθάνεσαι να σε ξεγελάει ο τίτλος «Ολα μπορούν να συμβούν μ’ ένα άγγιγμα», που στεγάζει το καινούργιο βιβλίο της Μαρίας Κουγιουμτζή με τα τριάντα δύο διηγήματά του. Αφού ένας σχετικά παλιομοδίτικος τίτλος σε προετοιμάζει για ένα περιεχόμενο τρυφερό, ερωτικό, αυτό που καταχρηστικά αποκαλούμε «βαθιά ανθρώπινο», για να έρθεις τελικά αντιμέτωπος με κάτι τελείως διαφορετικό. Παρότι στο οπισθόφυλλο διαβάζουμε ότι «στο βιβλίο της Μαρίας Κουγιουμτζή οι άνθρωποι ανταμώνουν ή χωρίζονται με ανάλαφρα ή βίαια αγγίγματα», αισθάνεσαι ότι η λέξη άγγιγμα θα έπρεπε να αντικατασταθεί από τη λέξη άρπαγμα ή εν πάση περιπτώσει από μια λέξη που να υπονοεί πόσο ζόρικες, βασανιστικές και καταστροφικές είναι οι σχέσεις των ανθρώπων.

Συνδυασμένες μάλιστα αυτές οι αδυσώπητα σκληρές σχέσεις με ένα γράψιμο νευρικό, κοφτό, που τις όποιες υφολογικές ανακολουθίες του φαίνεται να τις δικαιολογεί η θεματική πρωτοτυπία, τελικά η λέξη άγγιγμα χρησιμοποιήθηκε περισσότερο για να οριοθετήσει έναν χώρο, παρά για να δηλώσει κάτι συγκεκριμένο. Οπως για παράδειγμα θα συνέβαινε με τη λέξη «φιλί» που θα παρέπεμπε σε μια αντίστοιχη με τη λέξη «άγγιγμα» τρυφερότητα, ενώ τα διηγήματα θα μιλούσαν για το φιλί που ανταλλάσσουν δύο αρχηγοί κρατών παρότι επιβουλεύονται ο ένας τον άλλον.

Με την ίδια ακριβώς έννοια θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως άγγιγμα στα διηγήματα της Μαρίας Κουγιουμτζή ο κατ’ εξακολούθησιν βιασμός μιας Εβραιοπούλας από έναν παντρεμένο και υποψήφιο πατέρα ή μια γυναίκα που σκοτώνει γάτες και σκυλιά και θα ήταν έτοιμη να σκοτώσει και τον πατέρα της, αν δεν τη συγκρατούσε η αδελφή της.

Το βασικό πλεονέκτημα της διηγηματογραφίας της Κουγιουμτζή είναι ότι προκύπτει ως επιμύθιο κάτι τελείως ξένο ως προς την ίδια την ιστορία όπως έχει αναπτυχθεί. Επιμύθιο σχεδόν φιλοσοφικής χροιάς καθώς μια βίαιη ή και εγκληματική συνήθως πράξη ανακόπτεται από μια σκέψη τεράστιας ηθικής σημασίας, τόσο πιο αποκαλυπτικής καθώς θα ήταν αδύνατον να την αποδώσεις στον άνθρωπο που ήταν έτοιμος να εγκληματήσει.

Επομένως όσο απίθανο, αδιανόητο ή ανήκουστο θα λογάριαζε κανείς οτιδήποτε συμβαίνει, το αισθάνεσαι να μετράει ως η μόνη δίοδος προκειμένου μαγικά να ενώνονται στους «Ναυαγισμένους» οι νεκροί της Κατοχής και του Εμφυλίου με τους ναυαγισμένους στους καιρούς μας πρόσφυγες και μετανάστες. «Εύρημα» που δεν φαίνεται να λειτουργεί πάντα, καθώς στο διήγημα «Νίνα» η τελευταία παράγραφος μοιάζει να έχει γραφτεί σαν να μην έφτανε η συγκλονιστική συνάντηση ενός νέου και μιας ηλικιωμένης να μπορεί να πάρει την έκταση ακόμη και μιας νουβέλας. Μειονέκτημα βέβαια, παρότι τελικά θα πρέπει να πιστωθεί ως πλεονέκτημα, καθώς πρόκειται για μια συνθήκη που τείνει να εξελιχθεί σε κύριο χαρακτηριστικό σύνολης σχεδόν της διηγηματογραφίας και μάλιστα της πιο ουσιαστικής και ενδιαφέρουσας –όχι μόνο της ελληνικής. Σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε παλαιότερα, όταν αναπολείς ή προσπαθείς να περιγράψεις ένα διήγημα που σε έχει εντυπωσιάσει, να μην είναι ένας χαρακτήρας ή ένα πρόσωπο που σου χρειάζεται για να αναπλάσεις την ατμόσφαιρά του αλλά ένα περιστατικό ή, ακόμη περισσότερο, μια σκέψη. Φαίνεται πως η πλησμονή σε αφηγηματικούς ήρωες έχει δημιουργήσει ένα τέτοιο αδιαχώρητο, που μοιάζει όμως να μην αφορά σε γεγονότα ή σε εικόνες όπως αυτή στους «Ναυαγισμένους»: «Μέσα στο μισόφωτο οι άνθρωποι κάτω στο υπόγειο κινήθηκαν ανήσυχα. Είχαν σηκώσει το κεφάλι και κοίταζαν την κλειδαρότρυπα, σαν να είχαν αισθανθεί το συμπονετικό βλέμμα που τους κοίταζε». Ή μια άλλη στο «Σώμα δανεικό», σε ένα διήγημα τριών σελίδων: ενώ δεν παύεις να αναρωτιέσαι για την ταυτότητα των ανθρώπων και των χώρων και ενώ το ενδιαφέρον φαίνεται να εστιάζεται στον υποψήφιο δότη ενός νεφρού –μετανάστη προφανώς -, που αν και θα τον κατακρεουργήσουν προκειμένου να του πάρουν όχι μόνο τον νεφρό αλλά και το συκώτι, τους κερατοειδείς, το ήπαρ και την καρδιά, τελικά η κυρίαρχη εικόνα δεν είναι το κατακρεουργημένο σώμα του, αλλά ο τρόπος με τον οποίο έτρωγε ο ίδιος το βράδυ της παραμονής που θα γινόταν η επέμβαση.

Συγγενικά πρόσωπα

Το κυριότερο όμως ερώτημα, όπως δημιουργείται στον αναγνώστη τού «Ολα μπορούν να συμβούν μ’ ένα άγγιγμα», είναι σε ποιο βαθμό θα ήταν δυνατόν –για παράδειγμα –να χαρακτηρίσει κάποιος ως συγγενικά, πρόσωπα όπως ο Διονύσης στην «Ανάσταση της Ελένης», η δίχως όνομα κόρη στο «Τότε που η μαμά κοιμόταν» και η γριά πόρνη με τα παραμορφωμένα από την αρθρίτιδα δάχτυλα στο «Ανατολικά και δυτικά της Εδέμ». Παρότι πρόκειται για πρόσωπα σχεδόν έτοιμα να προκαλέσουν το μεγάλο κακό –αδιάφορο αν αφορά τον εαυτό τους ή τους άλλους –προσφέρονται έστω την ύστατη στιγμή για μια υπέρβαση που έχει όλα τα χαρακτηριστικά της ανάληψης. Είτε θετικά είτε αρνητικά απαντήσει κάποιος, τα πρόσωπα της Μαρίας Κουγιουμτζή, όσο ειδεχθώς και αν εκφράζονται συχνά, παραμένουν απότοκα ενός μακρότατου λογοτεχνικού πολιτισμού.

Μαρία Κουγιουμτζή

Όλα μπορούν να συμβούν μ’ ένα άγγιγμα

Εκδ. Καστανιώτη, 2016, σελ. 248

Τιμή: 13 ευρώ