Η εκλογική νίκη του Ντόναλντ Τραμπ δεν είχε μόνο ηττημένους τους πολιτικούς του αντιπάλους, αλλά σχεδόν όλο το επικοινωνιακό πεδίο της χώρας. Πολίτες όλων των πολιτικών αποχρώσεων ασκούσαν κριτική ότι τα «συστημικά» μέσα ενημέρωσης έχουν πολύ μεγάλη δύναμη. Οι «αριστερόστροφοι» υποστήριζαν ότι τα ΜΜΕ ενισχύουν την καθεστηκυία τάξη και συμβάλλουν στη διαιώνιση της εξουσίας της. Οι «δεξιόστροφοι» γκρινιάζουν εδώ και δεκαετίες ότι η αριστερόστροφη προκατάληψη για τα συστημικά μέσα ενημέρωσης καθιστά αδύνατο να εισακουστούν οι συντηρητικές απόψεις και ιδέες. Φαίνεται ότι κανείς δεν είναι ευτυχής.

Ομως οι αμερικανικές εκλογές του 2016, όπως και άλλων χωρών τα τελευταία χρόνια, αποδεικνύουν ότι στην πραγματικότητα τα αποκαλούμενα «συστημικά μέσα» δεν έχουν τελικά τόσο μεγάλη επιρροή όση τους αποδίδεται. Εκατοντάδες άρθρα σε αμερικανικές εφημερίδες και περιοδικά αναφέρονταν θετικά για τη Χίλαρι Κλίντον και μάλιστα σε ποσότητα που ουδείς άλλος υποψήφιος των Δημοκρατικών έτυχε στην πολιτική ιστορία των ΗΠΑ, όπως τουλάχιστον σχολιάζουν οι μελετητές. Παράλληλα, τα συστημικά ή mainstream τηλεοπτικά δίκτυα σχεδόν ακύρωναν τον Ντόναλντ Τραμπ, αν δεν ήταν προσβλητικά. Σύμφωνα με ανάλυση του Media Research Center, το 91% των τηλεοπτικών ειδήσεων τον αντιμετώπιζε τουλάχιστον με αρνητικό τρόπο. Θα μπορούσε κανείς να φανταστεί έναν υποψήφιο για την προεδρία των ΗΠΑ τις προηγούμενες δεκαετίες να αντιμετωπίζει μια τόσο αρνητική στάση από τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης; Κι όμως ο Τραμπ αναδείχθηκε νικητής.

Η διαφήμιση. Αν η πολιτική έχει να κάνει με τα χρήματα (βέβαια αυτό δεν λέγεται δημόσια, παρότι στην πράξη οι περισσότεροι συγκατανεύουν), τότε όποιος διαφημίζεται περισσότερο, ιδίως στην «παντοδύναμη» τηλεόραση, λογικά «κερδίζει» τις εκλογές. Η Κλίντον δαπάνησε πολύ περισσότερα χρήματα από ό,τι ο Τραμπ, σχεδόν τα διπλάσια, ιδίως στις αμφιλεγόμενες πολιτείες. Η επικοινωνιακή ομάδα της Κλίντον προέβαλε διαφημίσεις αρνητικού περιεχομένου, αλλά και εμπνευσμένες διαφημίσεις με τον Μόργκαν Φρίμαν, διαφημίσεις φόβου, διαφημίσεις με μουσική και βίντεο και ένα σωρό άλλες. Σύμφωνα με τους αναλυτές, οι περισσότερες ήταν επαγγελματικής (και σε ορισμένες περιπτώσεις άψογης) παραγωγής.

Αντίθετα, ο Τραμπ δεν είχε παρά ελάχιστες τόσο για να βγει υποψήφιος στις κομματικές εκλογές όσο και στις εθνικές εκλογές. Η εκστρατεία του γενικά χαρακτηρίστηκε ως «μια άσκηση στη λιτότητα». Οι δε λίγες τηλεοπτικές διαφημίσεις που προέβαλε ήταν μάλλον ανούσιες. Μπορείτε όμως να φανταστείτε έναν υποψήφιο τις προηγούμενες δεκαετίες να κερδίζει τις εκλογές, ακόμη και στην Ελλάδα, χωρίς τηλεοπτική διαφήμιση και ιδίως επιθετικού κι αρνητικού περιεχομένου; Κι όμως ο Τραμπ κέρδισε.

Τα ψηφιακά μέσα. Λοιπόν, αφού δεν ήταν τα συστημικά ΜΜΕ και αφού δεν ήταν η διαφήμιση, κάποιος θα πει ότι ο Τραμπ κέρδισε στη μάχη των ψηφιακών και νέων μέσων (η νέα καραμέλα, όταν δεν μπορείς να εξηγήσεις κάτι). Κι αυτό όμως δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ακόμη και εκπομπές με σατιρικό περιεχόμενο ή οι δήθεν εκπομπές συζητήσεων ήταν αναφανδόν εναντίον του. Ο Λάκης Λαζόπουλος αυτά που έλεγε για τους δικούς μας ωχριούν μπροστά σε αυτά που έλεγαν οι Στίβεν Κόλμπερτ, ο Σεθ Μάιερς, ο Τζον Ολιβερ και άλλοι για τον Tραμπ. Πολλές από αυτές είναι ανεβασμένες στο YouTube και διακινήθηκαν ευρέως στα άλλα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Και το κερασάκι στην «πολιτική τούρτα»; Κανένας άλλος υποψήφιος στις ΗΠΑ δεν είχε τόσο μεγάλη υποστήριξη σε ένταση, πάθος και αριθμό από τις αμερικανικές διασημότητες και το Χόλιγουντ όσο η Χίλαρι Κλίντον (π.χ., Lady Gaga, Beyonce, Jay Z, Taylor Swift, Katy Perry, ο Bruce Springsteen, Lin-Manuel Miranda, LeBron James και πλήθος άλλοι). Θα μπορούσε κανείς να φανταστεί ότι με τέτοια υποστήριξη στην Κλίντον και με τόση αμφισβήτηση στον Τραμπ, αυτός τελικά θα κέρδιζε τις εκλογές;

Εντάξει το 2016 κυριολεκτικά έχει αποδειχτεί δίσεκτη χρονιά για το παγκόσμιο πολιτικό κατεστημένο. Από το Brexit στην εκλογή Τραμπ και στον Φιγιόν, οι δημοσκόποι απέτυχαν στην ουσία να προβλέψουν τα αποτελέσματα, αλλά και όλα όσα συνέβησαν ήταν αδιανόητα για τον κοινό νου. Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι οι θεσμοί του συστήματος εμφανίζουν αδυναμία να επηρεάσουν την κοινή γνώμη; Ακόμη και οι βαρύγδουπες διασημότητες;

Κι όμως, αν έμπαινε κάποιος στον κόπο να διαβάσει έστω και λίγο την ιστορία και μελέτη των μέσων επικοινωνίας θα έβλεπε ότι τα πράγματα δεν είναι στη λογική μαύρο – άσπρο. Εδώ και δεκαετίες έχουν αναπτυχθεί θεωρίες που υποστηρίζουν ότι οι επιδράσεις των ΜΜΕ είναι ελάχιστες. Τα ΜΜΕ απλώς παρέχουν υπηρεσίες, που είναι λίγο – πολύ χρήσιμες στους πολίτες. Τα μέσα ενημέρωσης δεν αποτελούν τον παντοδύναμο δίαυλο μετάδοσης μηνυμάτων. Αντίθετα, οι διαπροσωπικές επαφές και συζητήσεις είναι αποδοτικότεροι δίαυλοι πειθούς, όσον αφορά τη μεταβολή των στάσεων και αντιλήψεων των ανθρώπων. Κι αυτό γιατί οι άνθρωποι «εκτίθενται επιλεκτικά» στα μηνύματα των ΜΜΕ, ερμηνεύουν τα μηνύματα των μέσων με τέτοιο τρόπο ώστε αυτά να αντιστοιχούν με αυτά που ήδη πιστεύουν και στην ουσία θυμούνται εκείνο το περιεχόμενο που τους ενδιαφέρει.