Η σύσταση του υπουργείου Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης είναι προς τη σωστή κατεύθυνση και θα συμβάλει στη σύγχρονη αντιμετώπιση του επικοινωνιακού πεδίου, που στην εποχή της ψηφιοποίησης και της σύγκλισης των μέσων πρέπει να αντιμετωπίζεται σφαιρικά και όχι αποσπασματικά όπως είχαμε συνηθίσει στην αναλογική εποχή. Προσωπικά έχω «υπερθεματίσει» στη σύσταση ενός τέτοιου υπουργείου από το 2004, όταν καταργήθηκε το απαρχαιωμένο για την εποχή υπουργείο Τύπου και ΜΜΕ και οι αρμοδιότητες των δύο Γενικών Γραμματειών Επικοινωνίας και Ενημέρωσης ανατέθηκαν στον τότε υπουργό Επικρατείας. Την πρόταση για τη σύσταση ενός υπουργείου Επικοινωνιών την επανέλαβα τόσο το 2005 στο βιβλίο μου «Η τηλεόραση στον 21ο αιώνα» (Καστανιώτη) όσο και με την ανάληψη της κυβέρνησης από τους ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ («ΤΑ ΝΕΑ», 28/2/2015).

Η σύσταση ενός υπουργείου που καλύπτει το ευρύτερο επικοινωνιακό πεδίο είναι κομβικής σημασίας για μια χώρα που δεν θέλει να χάσει ακόμη μία «επανάσταση». Αντιλαμβάνεται άμεσα κανείς ότι (και ευελπιστώ ότι αυτό έχει γίνει κατανοητό από τους κυβερνώντες) ένα τέτοιο υπουργείο, λόγω της εμβέλειας και ιδιαιτερότητάς του, δεν πρέπει να λειτουργεί με γνώμονα μια νοοτροπία που το εντάσσει στο επίπεδο μιας γενικής γραμματείας.

Το υπουργείο και ο υπουργός δεν θα πρέπει να μπαίνουν στη λογική της «μικροπολιτικής» (για αυτό δεν πρέπει να εδρεύει στο Μαξίμου), αλλά να ασχολείται και να παρακολουθεί τις εξελίξεις στα δρώμενα του πεδίου και να προσανατολίζεται στη χάραξη και υλοποίηση της εθνικής επικοινωνιακής στρατηγικής. Και στον σημερινό, ιδιαίτερα δύσκολο και πολυσύνθετο κόσμο μας, η χάραξη και κυρίως η εφαρμογή μιας τέτοιας στρατηγικής δεν είναι εύκολο εγχείρημα.

Ενώ στην Ευρωπαϊκή Ενωση το βάρος έχει δοθεί στην Ψηφιακή Ατζέντα, εμείς δεν έχουμε καν καταρτίσει τη «Λίστα των γεγονότων μείζονος σημασίας» με αποτέλεσμα, για παράδειγμα, να βλέπουμε τον τελικό του Κυπέλλου Ελλάδας σε απευθείας σύνδεση μόνο από τη συνδρομητική τηλεόραση, κι έτσι όπως πάμε σε λίγο θα βλέπουμε από τα συνδρομητικά κανάλια και τους αγώνες των εθνικών ομάδων μπάσκετ και ποδοσφαίρου.

Ο κατακερματισμός αυτός έχει παίξει τον ρόλο του και στην «παράνοια» της διαρκούς εκκρεμότητας των τηλεοπτικών αδειών, αφού για τουλάχιστον μία δεκαετία προκρινόταν ότι στην εποχή της σύγκλισης είναι πιο «ορθολογικό» και πολιτικά πιο «αποδοτικό» οι τηλεπικοινωνίες, το ερτζιανό φάσμα και το Διαδίκτυο να συμβαδίζουν περισσότερο με τις συγκοινωνίες και τις μεταφορές και λιγότερο με τα μέσα επικοινωνίας! Ακόμη και σήμερα δεν έχει επικαιροποιηθεί ο Χάρτης των Συχνοτήτων που είναι αναγκαίος όχι μόνο για τις τηλεοπτικές άδειες, αλλά και απαραίτητος για να διευθετηθούν διάφορα προβλήματα που προκύπτουν τόσο από την εμπορική χρήση του Ψηφιακού Μερίσματος όσο και από την αλληλοεπικάλυψη των συχνοτήτων με τις γειτονικές χώρες (δεν θα είναι άλλωστε η πρώτη φορά που θα κινδυνέψουμε να χάσουμε συχνότητες). Καθώς ακόμη μιλάμε για τις άδειες στις επίγειες συχνότητες, βάζουμε φόρο στη συνδρομητική, ενώ τηλεοπτικοί πάροχοι που δραστηριοποιούνται αποκλειστικά στο Διαδίκτυο (π.χ., Netflix) δεν έχουν καμία υποχρέωση. Το διαδικτυακό μητρώο μέσων είναι μια πολιτική πρωτοβουλία (με ό,τι λάθη έχει) που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί σε επίπεδο μιας Γραμματείας ή ενός υποτομέα ενός υπουργείου.

Καθώς στην εποχή της σύγκλισης των μέσων βαδίζουμε σε εν πολλοίς νέες και ανεξερεύνητες περιοχές, είναι αναγκαίο να αντιμετωπίσουμε σε αυτή τη χώρα σφαιρικά πια τον τομέα της επικοινωνίας. Μεγάλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης όπως η Βρετανία και η Ιταλία έχουν εδώ και χρόνια υιοθετήσει τη λογική της σύγκλισης στην εποπτεία του επικοινωνιακού τους πεδίου. Η Ελλάδα εκ των πραγμάτων καλείται να δρομολογήσει νέες πολιτικές, να χαράξει τους κανόνες του νέου επικοινωνιακού περιβάλλοντος, έχοντας γνώμονα την προάσπιση και προβολή της πολιτιστικής της ιδιαιτερότητας και τα συμφέροντα των πολιτών της. Η σύσταση του νέου υπουργείου είναι σωστή, αρκεί η πολιτική του να βαδίζει με γνώμονα τη σύνεση, τη συναίνεση και την οραματική πολιτική. Η πρόσφατη εμπειρία των αδειών, άλλωστε, αυτό συνιστά. Διότι διαφορετικά θα μείνουμε στο γνωστό ότι «ο δρόμος για την Κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις».