Η φήμη των κεντρικών τραπεζών έχει τα πάνω και τα κάτω της. Για πολλά χρόνια το πρεστίζ τους ήταν πάρα πολύ υψηλό. Ομως τώρα έχει αρχίσει να πλήττεται η ανεξαρτησία τους. Οι επιτυχίες τους δημιούργησαν υπερβολικά υψηλές απαιτήσεις. Αυτό έκανε πολλούς πολιτικούς να επιτρέψουν στις κεντρικές τράπεζες να γίνουν σχεδόν αποκλειστικά υπεύθυνες για τη μακροοικονομική πολιτική μέσω της άσκησης νομισματικής πολιτικής –κάτι που όμως αποκάλυψε τα πραγματικά όρια που έχουν.

Ετσι δεν προκαλεί ίσως έκπληξη ότι η ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών αποτελεί ξανά αντικείμενο συζήτησης. Ο στόχος της ανεξαρτησίας τους ήταν πάντα να διασφαλίζεται ότι η νομισματική πολιτική θα επικεντρώνεται στη σταθερότητα των τιμών χωρίς πολιτικές πιέσεις.

Οταν όμως η εντολή των κεντρικών τραπεζών υπερβαίνει τη χάραξη νομισματικής πολιτικής με μοναδικό στόχο τη σταθερότητα των τιμών, η ανεξαρτησία τους φαίνεται ότι δεν ταιριάζει τόσο στη δημοκρατική κοινωνία. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την ΕΚΤ. Οσο ισχυρότερος γίνεται ο δεσμός ανάμεσα στην εντολή σταθερότητας τιμών που έχει η ΕΚΤ και την πολιτική τόσο περισσότερη κριτική θα δέχεται η τράπεζα για την ανεξαρτησία της.

Η αποτυχία των εκλεγμένων πολιτικών να δράσουν ανάλογα –ιδιαίτερα σε ορισμένες χώρες της ευρωζώνης –έχει φέρει στο επίκεντρο τις κεντρικές τράπεζες. Κι αυτό αρχίζει να γίνεται περισσότερο απειλή για την ανεξαρτησία τους. Ειδικά η ΕΚΤ αναμένεται να αντιμετωπίσει αυξανόμενες αντιδράσεις για το καθεστώς ανεξαρτησίας της, ανεξάρτητα από το αν θα πετύχει ή όχι να σώσει την ενιαία νομισματική ένωση. Αλλωστε για να πετύχει κάτι τέτοιο θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα ισχυρή –πολύ ισχυρή, για να το δεχτεί εύκολα οποιαδήποτε δημοκρατία.

Ο Οτμαρ Ισινγκ είναι πρώην επικεφαλής οικονομολόγος και μέλος του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Είναι πρόεδρος του Centre for Financial Studies στο Πανεπιστήμιο του Γκαίτε στη Φρανκφούρτη