Αν η κυβέρνηση ήταν αυτοκίνητο, η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας θα ήταν ο τοίχος. Ενα ανάχωμα που οριοθετεί όχι μόνο την κυβερνητική παρέμβαση στο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο. Κυρίως υπενθυμίζει στην κυβέρνηση τα θεσμικά όρια της ισχύος της.

Το νέο στοιχείο στο πολιτικό σκηνικό μετά την απόφαση της Τετάρτης είναι ότι ενώπιον του δικαστικού τείχους η κυβέρνηση αποφάσισε να πατήσει γκάζι. Παρότι το ύφος της κυβερνητικής εκπροσώπου στη βραδινή της δήλωση μαρτυρούσε το αντίθετο, το Μαξίμου δεν αιφνιδιάστηκε. Η ετυμηγορία είχε προεξοφληθεί πολιτικά ήδη από την πρώτη διάσκεψη της περασμένης εβδομάδας, που έκρινε παραδεκτές τις αιτήσεις ακυρώσεως των καναλιών. Η τύχη του νόμου Παππά ήταν μάλλον προδιαγεγραμμένη. Φαίνεται τώρα ότι το κυβερνητικό επιτελείο αξιοποίησε το διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της δεύτερης και της τελευταίας διάσκεψης προκειμένου να ετοιμάσει ένα σχέδιο Β’.

Αυτό το σχέδιο Β’ προβλέπει την αύξηση της πολιτικής και οικονομικής πίεσης προς τους τηλεοπτικούς σταθμούς και την ταυτόχρονη εμπλοκή και της Δικαιοσύνης στη στρατηγική της έντασης. Οι προσπάθειες προσεταιρισμού –με την ικανοποίηση συντεχνιακών αιτημάτων –και οι υπόγειες πιέσεις προς τους δικαστές, παίρνουν πλέον τη μορφή ανοιχτής πολιτικής αναμέτρησης. Η κυβέρνηση επέλεξε να δαιμονοποιήσει το Συμβούλιο της Επικρατείας περίπου ως δικαστήριο του Μνημονίου, προκαλώντας μια σύγκρουση θεσμών χωρίς προηγούμενο στη μεταπολιτευτική μνήμη. Δημιούργησε έτσι το πολιτικό υπόβαθρο για να καταστρατηγήσει στην πράξη την απόφαση που κήρυξε αντισυνταγματικό τον νόμο Παππά. Ο ίδιος ο υπουργός εξήγγειλε χθες την κατάθεση νέας κατεπείγουσας νομοθετικής ρύθμισης, που θα επιβάλλει οικονομικούς και λειτουργικούς όρους στα κανάλια και θα ανοίγει την αγορά σε νέους παίκτες. «Δεν θα κάτσουμε στ’ αβγά μας» προειδοποίησε.

Το ερώτημα είναι τι πιθανότητες επιτυχίας έχει ένα τέτοιο εγχείρημα. Εχει η κυβέρνηση αποθέματα πολιτικού κεφαλαίου για να επιμείνει στη σταυροφορία κατά των media –ακόμη και με, επισήμως πλέον, εξωθεσμικές μεθόδους; Και πώς σκοπεύει να ανακόψει την προσπάθειά της η αντιπολίτευση;

Φόρμουλα πίεσης στα κανάλια

Η κυβέρνηση δεν περίμενε βέβαια να καθαρογραφεί η απόφαση. Δεν περίμενε δηλαδή να πληροφορηθεί επακριβώς τους όρους νομιμότητας που θέτει το δικαστήριο. Το μόνο βέβαιο είναι ότι το ΣτΕ ζητάει την επιστροφή της αρμοδιότητας για την απονομή των αδειών στο Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης. Σύμφωνα με εκτιμήσεις νομικών, το πιθανότερο είναι ότι δεν θα διαλαμβάνει κρίση για τους άλλους όρους του νόμου Παππά, όπως ο κλειστός αριθμός των αδειών ή το πλαφόν των 400 εργαζομένων.

Προεξοφλώντας το σκεπτικό, ο Παππάς ισχυρίζεται τώρα ότι δεν έπεσε ο νόμος, αλλά μόνο η διάταξη που προβλέπει την απόσπαση της αρμοδιότητας από το ΕΣΡ. Η κυβέρνηση επινόησε και προτίθεται να νομοθετήσει τη φόρμουλα της «βεβαίωσης λειτουργίας», για να πιέσει οικονομικά τα κανάλια, επιβάλλοντάς τους αυξημένα τέλη χρήσης συχνότητας και αριθμό εργαζομένων. Σύμφωνα με τον Παππά, θα μπορούν να εκπέμπουν και νέοι παίκτες, αρκεί να πληρούν αυτές τις προϋποθέσεις.

Πρόκειται για λύση που, όπως εξηγούσαν στα «ΝΕΑ» πηγές με μεγάλη νομική και πολιτική πείρα, είναι νομικώς ανέφικτη. «Θα παγιδευτούν διπλά αν επιχειρήσουν κάτι τέτοιο» είναι η εκτίμησή τους. «Αφενός θα αναγνωρίσουν έτσι εμμέσως τη νομιμότητα των ήδη λειτουργούντων σταθμών. Και αφετέρου δεν θα μπορούν να δώσουν καμία εγγύηση στους επίδοξους καναλάρχες. Πώς θα τους πείσουν να κάνουν επένδυση τόσων εκατομμυρίων σε καθεστώς τόσο μεγάλης νομικοπολιτικής ανασφάλειας;».

Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, πολύ σύντομα αυτές οι μέθοδοι παράκαμψης της δικαστικής απόφασης θα αποδειχτούν ατελέσφορες. «Θα πρέπει να βρουν αλλού να ξεσπάσουν. Και λογικά, θα ψάξουν να βρουν άλλες τέτοιες ιστορίες, διχαστικές, πολωτικές, πάλι μέσω της Δικαιοσύνης».

Σε κάθε περίπτωση, η κυβέρνηση έχει «καταφέρει» να δημιουργήσει ένα απολύτως εχθρικό για εκείνη περιβάλλον στα media, χωρίς να μπορεί πλέον να το ελέγξει. Η απόφαση του ΣτΕ ενισχύει τη θέση των παλαιών καναλιών και αντικειμενικά αναβιώνει την αξία του Mega. Γι’ αυτό η εκτίμηση ανεξάρτητων πολιτικά παραγόντων είναι ότι «η κυβέρνηση έχει μεγάλη ανάγκη για δικές της φωνές στην τηλεόραση. Ολα τα κανάλια που φιλοδοξούσε να κλείσει, παίζουν εναντίον της. Τα έστρεψε εκείνη εναντίον της. Και τώρα θα προκαλέσει νέα δικαστική εμπλοκή, αν δοκιμάσει να βάλει στην αγορά νέους παίκτες».

Εχουμε πόλεμο;

Η εικόνα φαίνεται να επιβεβαιώνει όσους διαπιστώνουν ότι το Μαξίμου έχει μπει σε ένα σπιράλ αλλεπάλληλων εκτροπών, χωρίς επιστροφή. Αυτό τον τόνο είχε η παρέμβαση του προέδρου της ΝΔ, που έκανε λόγο για κίνδυνο «θεσμικής διάλυσης», αλλά και η δήλωση του Βαγγέλη Βενιζέλου που προέβλεψε «κατήφορο χωρίς όριο συνταγματικό, οικονομικό, εθνικό». Αμφότεροι απηύθυναν κάλεσμα εγρήγορσης στους δημοκρατικούς πολίτες.

Η άποψη περί κινδύνου για τους θεσμούς δεν είναι ομόφωνη στην αντιπολίτευση. «Δεν είμαστε ακόμη εκεί» λέει επιτελικό

στέλεχος του ΠΑΣΟΚ. «Δεν πρέπει να παρασυρθούμε από τις κορόνες των κυβερνητικών περί πραξικοπήματος και πολέμου και να μπούμε και εμείς σε λογικές αντίστασης του λαού. Επειδή ο Πολάκης λέει ότι έχουμε πόλεμο δεν σημαίνει ότι έχουμε πόλεμο» είναι η εκτίμησή του. Η απόφαση, λέει, δεν ήταν ούτε νίκη της αντιπολίτευσης ούτε νίκη των καναλιών. Ηταν πρωτίστως επικράτηση του κράτους δικαίου.

Κοινή πάντως είναι η διαπίστωση ότι επιμένοντας στην οδό της άμεσης μονομερούς παρέμβασης, η κυβέρνηση δυναμιτίζει και τις προοπτικές για την επίτευξη συναίνεσης ως προς τη συγκρότηση του ΕΣΡ. Η Νέα Δημοκρατία διά του προέδρου της ανακοίνωσε ότι θα καταθέσει δική της πρόταση νόμου για τη ρύθμιση του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου, ενώ το ΠΑΣΟΚ διαμηνύει ότι θα «συμβάλει θετικά» στη συγκρότηση του ΕΣΡ, υπό την προϋπόθεση ότι η ανεξάρτητη Αρχή θα έχει πλήρεις αρμοδιότητες για να καθορίσει τόσο τους όρους όσο και τον αριθμό των τηλεοπτικών αδειών.

Το μέτωπο με τους δικαστές

Πάντως, η σύγκρουση της κυβέρνησης με τη Δικαιοσύνη υπερβαίνει πλέον το βεληνεκές της διαφοράς για τις τηλεοπτικές άδειες. Οι ανακοινώσεις των δικαστικών Ενώσεων που καταγγέλλουν τις εξωθεσμικές πρακτικές της κυβέρνησης έχουν γίνει ρουτίνα. Χθες, η Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων έκανε πάλι λόγο για «προσπάθειες χειραγώγησης της μιας εξουσίας από την άλλη» που πρέπει να εγκαταλειφθούν.

Αυτές οι προσπάθειες φαίνεται ότι φέρνουν τα αντίθετα από τα σκοπούμενα αποτελέσματα, τουλάχιστον στις πιο ηχηρές από τις περιπτώσεις που οι σχεδιασμοί της κυβέρνησης διασταυρώνονται με τη Δικαιοσύνη.

Η προσπάθεια να σπιλωθούν σε προσωπικό επίπεδο ανώτατοι δικαστές και η εμπλοκή του προέδρου του ΣτΕ σε ροζ σκάνδαλο μέσω του φιλοκυβερνητικού Τύπου ήταν το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Πηγές από το περιβάλλον του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου επέμεναν ότι «το ΣτΕ δεν επηρεάζεται από το πολιτικό κλίμα ούτε αντιδρά σε πιέσεις, ακόμη κι όταν έχουν παρακρατικό χαρακτήρα. Η ιστορία του δικαστηρίου δείχνει ότι άντεξε ακόμη και στη χούντα». Παρασκηνιακά, πάντως, κανείς δεν αρνείται ότι η επιχείρηση εκβιασμού του αντιπροέδρου διήγειρε τα θεσμικά αντισώματα των δικαστικών λειτουργών.

Η αίσθηση σε μεγάλο μέρος της πολιτικής αγοράς είναι ότι η κυβέρνηση έχει παίξει πια όλα τα κρυφά και φανερά χαρτιά της. Η καμπάνια κατά των καναλιών που προοριζόταν να ισοσκελίσει τη φθορά της από την οικονομία, οδηγήθηκε σε αδιέξοδο. Οι προσπάθειές της για άρση του αδιεξόδου το πιθανότερο είναι ότι θα οδηγήσουν σε νέες δικαστικές και πολιτικές ήττες. Το κλίμα για τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ έχει μαυρίσει όχι μόνο στα media αλλά κυρίως στην κοινωνία. Ακόμη και ο ανασχηματισμός αναβάλλεται ως πολύ δύσκολη εξίσωση –ως εγχείρημα που μπορεί να προκαλέσει μεγαλύτερα (εσωκομματικά) προβλήματα από αυτά που φιλοδοξεί να λύσει.

Μπορεί η κυβέρνηση να διαχειριστεί αυτό το σκηνικό; Της έχουν απομείνει εφόδια; «Οχι. Ούτε καν το χρέος» απαντά κορυφαίος πολιτικός της αντιπολίτευσης. «Ακόμη κι αν πάρουν κάτι για το χρέος, θα είναι κάτι λίγο, γιατί δεν απομένουν και πολλά να γίνουν. Δεν θα είναι κάτι που θα μπορούν να πουλήσουν πολιτικά». Σύμφωνα με τον ίδιο, η αντίδραση του Μαξίμου στην απόφαση του ΣτΕ ήταν ενδεικτική. Πρόδιδε πανικό και βιασύνη. «Δεν περίμεναν καν να καθαρογραφεί η απόφαση. Βγήκαν και απάντησαν σε αυτό που τα ρεπορτάζ των καναλιών παρουσίαζαν ως απόφαση».

Αν μπορεί η προχθεσινή απόφαση να διαβαστεί και ως πολιτικό ορόσημο, δεν είναι μόνο επειδή ανατρέπει τη βασική προτεραιότητα της κυβερνητικής ατζέντας. Είναι ορόσημο κυρίως επειδή αποδεικνύει ότι τα θεσμικά αντίβαρα λειτουργούν. Επειδή επιβεβαιώνει ότι οι προσπάθειες του ΣΥΡΙΖΑ να εμπεδώσει ένα σύστημα εξουσίας δεν έχουν πιθανότητες επιτυχίας. Το μήνυμα ήταν ηχηρό. Αλλά είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν η κυβέρνηση είναι σε θέση να το ακούσει.