Ο ιστορικός του μέλλοντος των ελληνικών ΜΜΕ ενδεχομένως να γράψει ότι ο λόγος αποτυχίας στις περισσότερες περιπτώσεις σε πολλές πολιτικές πρωτοβουλίες είναι ότι οι μεγάλες αλλαγές δεν μπορούν να επιβληθούν, αλλά μόνο να συντελεστούν (εάν αυτό είναι το ζητούμενο) μέσα από συναίνεση, σύνεση και οραματική πολιτική. Οσες φορές υπήρξαν απόπειρες για την ευρυθμία του επικοινωνιακού πεδίου διά μέσου μιας φαινομενικά άτεγκτης τάσης και τακτικισμών, το αποτέλεσμα υπήρξε πρόσκαιρο, θνησιγενές και στην καλύτερη περίπτωση μηδαμινό, μια και λειτούργησε ανάστροφα για τους εμπνευστές του.

Στην πράξη, τα τελευταία 27 χρόνια, οι ιθύνοντες επιζητούν νόμους που δημιουργούν μεν επικοινωνιακό ντόρο, για να προστεθούν όμως αργότερα κι αυτοί στον μακρύ κατάλογο των νόμων που δεν εφαρμόζονται, συμβάλλοντας στην πατροπαράδοτη πολυνομία που οδηγεί στην κακονομία. Ενδεικτικά αναφέρω ότι επτά μεγάλοι νόμοι έχουν αποπειραθεί να ελέγξουν το πεδίο από το 1987. Και χωρίς ιδιαίτερες νομικές γνώσεις, εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι υπάρχει ένα πληθωρικό θεσμικό πλαίσιο.

Ο Νόμος 4339/2015 ήταν η τρίτη απόπειρα έκδοσης τηλεοπτικών αδειών, το ίδιο φιλόδοξη ή και λίγο περισσότερο από τις άλλες δύο. Το αποτέλεσμα το ίδιο. Κι αυτό γιατί ψηφίζονται νόμοι οι οποίοι δημιουργούν περισσότερα προβλήματα από αυτά που λογικά θα επέλυαν. Ετσι, οι πρωτοβουλίες σε βάθος χρόνου βλέπουμε να αποτυγχάνουν παρά το γεγονός ότι στις περισσότερες περιπτώσεις οι προθέσεις των αρμοδίων ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση. Και αυτό διότι αρχικός στόχος ήταν να αντιμετωπίσουν ζητήματα που κάποιοι άλλοι όφειλαν να τα έχουν επιλύσει χρόνια πριν.

Η περίπτωση των τηλεοπτικών αδειών δεν αποτελεί εξαίρεση αυτής της παθογένειας της ελληνικής πολιτικής σκηνής. Από την αρχή σχεδόν το ζήτημα των αδειών αντιμετωπίστηκε κυρίως με πολιτικά κριτήρια, μια και έγινε σημαία στον αγώνα κατά της διαπλοκής και τελικά κρίθηκε αντισυνταγματικό από το ανώτατο δικαστήριο.

Δυστυχώς, ενώ υπήρξε εμφανής σπουδή για ένα θέμα που έχει παραμείνει σε κατάσταση διαρκούς εκκρεμότητας για 27 χρόνια, κανείς δεν κατάλαβε γιατί δεν περίμεναν την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας σχετικά με τις αρμοδιότητες του ΕΣΡ. Ενας ή δύο μήνες παραπάνω δεν θα προκαλούσαν τα δημοκρατικά αισθήματα κι ούτε θα έφερναν την τηλεοπτική συντέλεια. Τώρα μετά την τελευταία εξέλιξη οι διαδικασίες θα είναι πιο αργόσυρτες, όσο κι αν η κυβέρνηση διαλαλεί σε όλους τους τόνους περί του αντιθέτου.

Θα μπορούσε κανείς να είναι αισιόδοξος ότι θα τεθεί ένα τέλος σε «27 χρόνια ανομίας»; Ή αντίθετα, όπως συνιστά η ιστορία των αδειών, βρισκόμαστε ενώπιον προεκλογικών διεργασιών; Σε κάθε περίπτωση, το επικοινωνιακό πεδίο, οι εργαζόμενοι αλλά και πολύ περισσότερο η χώρα πλέον δεν έχουν την πολυτέλεια ούτε φυσικά τον χρόνο να ασχολούνται με τους τακτικισμούς, με τα γνωστά επώδυνα αποτελέσματα. Αντίθετα, η ευνομία και η ευρυθμία του τηλεοπτικού πεδίου χρειάζονται τη συμμετοχή όλων, δεν χρειάζονται κομπασμούς ούτε βεβαίως βρυχηθμούς.