Η τελευταία από τις γυναίκες που κατηγόρησαν τον Ντόναλντ Τραμπ για σεξουαλική παρενόχληση λέγεται Τζέσικα Ντρέικ. Και είναι πορνοστάρ. Είναι αυτή της η ιδιότητα που κάνει την καταγγελία της πιο σημαντική απ’ όλες. Γιατί αν στην καταγγελία μιας γυναίκας που πληρώνεται για να κάνει σεξ μπροστά στις κάμερες δοθεί η αξία μιας φθηνής συνουσίας τότε το παιχνίδι έχει χαθεί. Με άλλα λόγια, η καταγγελία μιας πορνοστάρ για σεξουαλική παρενόχληση δεν πρέπει παρά να προκαλεί την ίδια κατακραυγή με την καταγγελία μιας μοναχής.

Ο σεξισμός κρύβεται στις λεπτομέρειες. Και πάντως όχι στις πολιτικές γελοιογραφίες που αναπαριστούν δύο γυναίκες πολιτικούς ως χορεύτριες του πολ ντάνσινγκ, δηλαδή ως επαγγελματίες που δεν πουλάνε καν σεξ αλλά απλώς θέαμα. Κρύβεται στην καθημερινότητα, στους χώρους εργασίας, στο βαθύ Ιντερνετ, στα σόσιαλ μίντια, στην ανωνυμογραφία. Η καταγγελία των περιστατικών δεν έχει πάντα νόημα –και πολύ περισσότερο δεν έχει πάντα αποτέλεσμα. Εχει όμως πάντα σημασία η αποδοχή αυτού που καταγγέλλει: από την αποδοχή της Τζέσικα Ντρέικ ως καταγγέλλουσας κρίθηκε η ικανότητα μιας κοινωνίας να αναγνωρίζει ως θύματα ακόμη και τα λιγότερο «αθώα» μέλη της.

Η Τζέσικα Ντρέικ είναι η τελευταία ηρωίδα μιας χώρας που παράγει μικρούς ήρωες της καθημερινότητας για να τους κάνει λίγο πιο μεγάλους στο σινεμά της. Η καταγγελία της δεν μπορεί παρά να ενθαρρύνει πολλές άλλες γυναίκες. Είναι κάτι που αξίζει να θυμάται κανείς στη χώρα του σεξισμού α λα καρτ. Στη χώρα εκείνων που απαιτούν από έναν σκιτσογράφο να «διορθώσει» τη σάτιρά του. Αλλά πνίγουν τις καταγγελίες τριών γυναικών εις βάρος ενός ομόδοξου πρεσβευτή.