Σχέδιο δεν φαίνεται να υπάρχει. Ποιο σχέδιο θα υπαγόρευε στην κυβέρνηση να ανοίξει ταυτόχρονα όλα τα μέτωπα –με τα media, τη Δικαιοσύνη, την Εκκλησία, τους δανειστές –εξαντλώντας όλες τις δυνάμεις;

Κι όμως, αν πιστέψει κανείς τον Πρωθυπουργό, για την κυβέρνηση η ένταση δεν είναι ατύχημα. Εχουμε, είπε στο Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, όλα τα μέτωπα ανοιχτά, όχι από λάθος ή από αμέλεια. Από επιλογή.

Από λάθος υπολογισμό ή από επιλογή, η κυβέρνηση επενδύει στη δυναμική του χάους. Τις τελευταίες 40 ημέρες, μετά τον διαγωνισμό Παππά για τις άδειες, κινείται με την αυτοπεποίθηση μιας εξουσίας που έχει προλάβει να αποκτήσει βαθιά ερείσματα παντού, ώστε να επιβάλει τη βούλησή της παρά τα πολιτικά και δικαστικά εμπόδια.

Η πολιτική χρήση των διωκτικών μηχανισμών (περίπτωση συζύγου Στουρνάρα), του Τύπου (δημοσιεύματα στοχοποίησης δικαστών), ακόμη και της Δικαιοσύνης (συνδικαλιστική διαπραγμάτευση με τους ανώτατους δικαστές στο Μαξίμου) μαρτυρεί αυτή την αυτοπεποίθηση. Το πρόβλημα για την κυβέρνηση είναι ότι σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η προσπάθεια επιβολής της έχει παραγάγει τα αντίθετα αποτελέσματα. Τα θεσμικά αντίβαρα αφυπνίζονται. Το χάος που η κυβέρνηση προκαλεί απειλεί να την απορροφήσει.

Ο Παρασκευόπουλος είχε πάρει από νωρίς τα μηνύματα για το ΣτΕ…

Τον Οκτώβριο του 2015, λίγο μετά την εκλογή της, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ έπρεπε να πληρώσει τις θέσεις που είχε αφήσει κενές στο Συμβούλιο της Επικρατείας. (Προεκλογικά, λίγες ημέρες μετά το δημοψήφισμα, είχε ορίσει μόνο πρόεδρο στον Αρειο Πάγο, τη Βασιλική Θάνου, που ως αρχαιότερη έμελλε να ορκιστεί ενάμιση μήνα αργότερα και υπηρεσιακή πρωθυπουργός).

Στους κύκλους του Συμβουλίου της Επικρατείας είχε κυκλοφορήσει η φήμη ότι για πρόεδρός του προαλειφόταν ο παλαιότερος από τους αντιπροέδρους του Σώματος, ο Νικόλαος Σακελλαρίου. Η πληροφορία λέγεται ότι κινητοποίησε πρώην προέδρους του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου, που έσπευσαν να εκφράσουν τις ζωηρές επιφυλάξεις τους στον Νίκο Παρασκευόπουλο.

Οι ενστάσεις τους δεν αφορούσαν την υπερσυντηρητική νομολογιακή γραμμή που ακολουθούσε ο επίδοξος πρόεδρος του ΣτΕ –γραμμή που φαινόταν δογματικά ασύμβατη με τις προτεραιότητες μιας αριστερής διακυβέρνησης. Οι «απόστρατοι» μετέφεραν την ανησυχία των πιο έμπειρων συμβούλων Επικρατείας για τις διοικητικές ικανότητες του προαλειφομένου. Δεν είχε, σύμφωνα με την εκτίμησή τους, το απαιτούμενο status μεταξύ των συναδέλφων του προκειμένου να «κρατήσει» το δικαστήριο –στο οποίο υπηρετεί η ελίτ των δικαστών.

Σύμφωνα με την ίδια αφήγηση, ο Παρασκευόπουλος φάνηκε να έλαβε σοβαρά υπ’ όψιν του τις ενστάσεις και να τις μετέφερε στον Πρωθυπουργό. Ο Τσίπρας όμως αποδείχτηκε ότι ήταν υπό την επήρεια ισχυρότερης επιφοίτησης περί τα δικαστικά.

…αλλά ό,τι κι αν έλεγαν οι δικαστές, η αριστερά του Κυρίου είχε δώσει το χρίσμα

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο απονέμει το οφίκιο του Μεγάλου Νομοφύλακος της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας σε προσωπικότητες, κληρικούς και λαϊκούς, που έχουν διακριθεί στη νομική επιστήμη. Το 2001 με τον τίτλο τιμήθηκε ο τότε σύμβουλος Επικρατείας Νικόλαος Σακελλαρίου.

Ο Σακελλαρίου ανήκε σταθερά στην πτέρυγα του ακυρωτικού δικαστηρίου που δικαίωνε τις θέσεις της Εκκλησίας. Η πιο επίκαιρη από τις αποφάσεις που συνδιαμόρφωσε είναι εκείνη του 1998 για το μάθημα των Θρησκευτικών. Τότε ο υπουργός Παιδείας Γεράσιμος Αρσένης επιχείρησε να μειώσει σε μία τις ώρες διδασκαλίας του μαθήματος στις δύο τελευταίες τάξεις του Λυκείου. Ο Σακελλαρίου ήταν εισηγητής στη δίκη που κατέληξε στην ακύρωση της απόφασης Αρσένη (ΣτΕ 2176/1998). Το δικαστήριο είχε αρνηθεί στον υπουργό την εξουσία όχι να αλλάξει τον χαρακτήρα του μαθήματος, από κατηχητικό σε θρησκειολογικό, όπως επιχειρεί τώρα ο Φίλης, αλλά απλώς να περιορίσει τη διδασκαλία του. Η Διοίκηση, έλεγε η απόφαση, δεν επιτρεπόταν να υποβαθμίσει τα Θρησκευτικά, «ενόψει του γνωστού τοις πάσιν γεγονότος ότι η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού πρεσβεύει την ορθόδοξο χριστιανική θρησκεία».

Το ίδιο «ποσοτικό» κριτήριο της κοινωνικής πλειοψηφίας επανέφερε ο Σακελλαρίου, ως πρόεδρος πια του ΣτΕ, στις δηλώσεις του έξω από το Μέγαρο Μαξίμου –κάνοντας λόγο για καθήκον των δικαστών «να πιάνουν τον σφυγμό της κοινωνίας».

Λίγες ώρες πριν από τον Μέγα Νομοφύλακα, τις πύλες του Μαξίμου είχε περάσει ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος. Ο Σακελλαρίου ήταν μαθητής στη Λεόντειο Νέας Σμύρνης, όταν στο ίδιο σχολείο δίδασκε ο Ιωάννης Λιάπης, ο φιλόλογος που το 1967, στα 29 του χρόνια, ακολούθησε την κλίση του προς την ιεροσύνη και χειροτονήθηκε διάκονος Ιερώνυμος.

Ο άξονας Μαξίμου – Εκκλησίας κινδύνευσε από το «τρελό κανόνι» της κυβέρνησης

Η σχέση του προκαθημένου της Εκκλησίας με τον Πρωθυπουργό αποδείχτηκε πολύ ισχυρή για να κλονιστεί από την κρίση των Θρησκευτικών. Η εκτόνωσή της έδειξε ότι Ιερώνυμος και Τσίπρας μπορούν να συνεννοούνται υπεράνω του κλίματος που επικρατεί στην παράταξη του καθενός. Για τον Αρχιεπίσκοπο δεν υπήρχε ποτέ διαμάχη με την κυβέρνηση. Υπήρχε –και υπάρχει –μόνο «θέμα Φίλη». Ο Φίλης εκτιμάται ότι έδρασε ημιαυτόνομα, εγκλωβίζοντας και το Μαξίμου στην αριστερή «ορθοδοξία» για το μάθημα των Θρησκευτικών. Η επιτυχία του υπουργού Παιδείας στο Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ –εξελέγη δεύτερος, με μόλις τέσσερις ψήφους διαφορά από τον πρώτο –περιπλέκει την υπόθεση της μετακίνησής του στον ανασχηματισμό, που θα αποτελούσε κίνηση οριστικής καταλαγής με την Εκκλησία. Ο ίδιος ο Φίλης έσπευσε να κεφαλαιοποιήσει την εσωκομματική του επιτυχία δηλώνοντας απρόθυμος να αλλάξει υπουργείο. Και, κυρίως, εξωτερικεύοντας τη δυσαρέσκειά του, που φέρεται να είχε διατυπώσει παρασκηνιακά, για τους χειρισμούς του Μαξίμου στο θέμα των αδειών.

Η ημέρα που το ΣτΕ πήρε φωτιά

Η διάσκεψη της 30ής Σεπτεμβρίου ήταν ίσως η πιο θυελλώδης στην ιστορία του δικαστηρίου. Λέγεται ότι το κλίμα στράβωσε όταν οι δικαστές άκουσαν τον εισηγητή να προτείνει την απόρριψη των αιτήσεων ακυρώσεως για έλλειψη έννομου συμφέροντος. Κάποια μέλη του δικαστηρίου ζήτησαν τότε να δουν τις προεισηγήσεις –την πρώτη επεξεργασία της διαφοράς που ανατίθεται σε νεότερους δικαστές του ΣτΕ και εντοπίζει όλα τα νομικά ζητήματα που πρέπει να απασχολήσουν το δικαστήριο. Ο πρόεδρος αρνήθηκε να γνωστοποιήσει τις προεισηγήσεις με το επιχείρημα ότι θα διαρρεύσουν στον Τύπο, προκαλώντας την οργή των συναδέλφων του που μετείχαν στη διάσκεψη. Σύμφωνα με μαρτυρίες, η κατάσταση εκτροχιάστηκε, με ορισμένους δικαστές να αντιδρούν εκτός εαυτού σε αυτό που αντιλαμβάνονταν ως προσπάθεια χειραγώγησής τους από τον Σακελλαρίου.

Οπως εξηγούσαν εκ των υστέρων πηγές με μεγάλη δικαστική πείρα, το πρωτοφανές στον χειρισμό του προέδρου δεν ήταν ότι διέκοψε τη διάσκεψη για να αποφορτιστεί το κλίμα. Ηταν ότι, μετά τη διακοπή, δηλητηρίασε ακόμη περισσότερο την ατμόσφαιρα σπεύδοντας να εκδώσει ανακοίνωση για να εξηγήσει «πολιτικά» την απόφασή του.

Οι δικαστές επιστρέφουν στην κυβέρνηση και το καρότο και το μαστίγιο

Η διακοπή της διάσκεψης προκάλεσε την πρώτη αντίδραση από την πλευρά των δικαστών. Δύο αντιπρόεδροι του ΣτΕ παραιτήθηκαν από την Ενωση Δικαστικών Λειτουργών Συμβουλίου της Επικρατείας, διαμαρτυρόμενοι έτσι για το γεγονός ότι το συνδικαλιστικό τους όργανο είχε με ανακοίνωσή του υιοθετήσει το σκεπτικό του προέδρου για τη ματαίωση της διάσκεψης.

Εχει σημασία ότι την επομένη διαδικτυακά μέσα συνδεόμενα με την κυβέρνηση «απαντούσαν» στις παραιτήσεις, δημοσιεύοντας την πληροφορία ότι ο σύντροφος μιας εκ των αντιπροέδρων διατηρεί δικηγορικό γραφείο στις Βρυξέλλες και εκπροσωπεί συμφέροντα των καναλιών. Δεν επρόκειτο όμως για αποκάλυψη, καθώς η ίδια η αντιπρόεδρος είχε δηλώσει ως κώλυμα τη σχέση της και είχε εξαιρεθεί από τη σύνθεση που δικάζει την υπόθεση των αδειών.

Η στοχοποίηση της αντιπροέδρου αποδείχτηκε ότι ήταν ένα πρώτο δείγμα της μορφής που έμελλε να πάρουν οι πιέσεις κατά των μελών του ΣτΕ. Πριν όμως από τις πιέσεις, είχε εκδηλωθεί η προσπάθεια προσεταιρισμού των ανώτατων δικαστών από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό.

Φαίνεται ότι η κυβέρνηση δεν είχε υπολογίσει σωστά τα αντανακλαστικά του δικαστικού σώματος. Μέσα σε λίγες ημέρες βρέθηκε αντιμέτωπη με αντιδράσεις πρωτοφανείς από την πλευρά των δικαστικών λειτουργών. Στη μεθοδευόμενη νομοθετική άρση του συνταγματικού ορίου ηλικίας των ανώτατων δικαστών, η Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων απάντησε ότι η απόπειρα «προκαλεί τρόμο». Και στην προσπάθεια σπίλωσης του αντιπροέδρου του ΣτΕ μέσω διαρροής της προσωπικής του αλληλογραφίας, η Ενωση Διοικητικών Δικαστών έκανε λόγο για «μεθόδους φασιστικών καθεστώτων». Η πολιτική αποτίμηση νομικών κύκλων είναι ότι η κυβέρνηση, διά του φιλικού προς αυτήν Τύπου, «έβαλε στο στόχαστρο το λάθος πρόσωπο». Η ομοβροντία εξηγείται και από το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος δικαστής «χαίρει απόλυτου σεβασμού μεταξύ των συναδέλφων του, όχι μόνο για την επιστημονική του επάρκεια, αλλά και για τις διοικητικές του ικανότητες».

Καίγονται από τις φωτιές που βάζουν

Η τροπή που παίρνει η πολιτικοδικαστική διαμάχη για τις άδειες δείχνει ότι οι προσπάθειες εξωθεσμικής επιβολής εκπυρσοκροτούν κατά της κυβέρνησης.

Συνέβη καταρχήν στο ίδιο το μιντιακό τοπίο, όπου το Μαξίμου βρίσκεται αντιμέτωπο με τους παλιούς του συμμάχους. Βρίσκεται στην ανάγκη να επιτίθεται, διά στόματος του υπουργού Επικρατείας, στα «λάιφσταϊλ δελτία» που τώρα «έχουν πέσει με εμβρίθεια στο θέμα των καναλιών». Και βρίσκεται απέναντι στον καναλάρχη που έχει ομολογήσει ότι είχε βοηθήσει «τα παιδιά επειδή ήταν νέα» και τώρα διώκεται για φοροδιαφυγή, λίγες ημέρες αφότου βγήκε ο ίδιος στο γυαλί για να καταγγείλει την κυβέρνηση.

Η δυναμική του χάους συμπαρασύρει και τους νέους συμμάχους του Μαξίμου. Τον έναν που «κάηκε» για να σωθεί το πρότζεκτ των αδειών και τον άλλο που υιοθετήθηκε, με την εγκατάσταση κομματικών δημοσιογράφων.

Μέσα σε αυτό το κλίμα, η τύχη της τροπολογίας, που κατατέθηκε την περασμένη Παρασκευή με σκοπό να διαμορφώσει de facto το νέο ολιγοπωλιακό τηλεοπτικό τοπίο πριν από την απόφαση του ΣτΕ, ήταν προδιαγεγραμμένη. Η εσπευσμένη απόσυρσή της ήταν η πρώτη ρωγμή στην τακτική του οδοστρωτήρα που ακολουθούσε μέχρι σήμερα το Μαξίμου. Μένει να φανεί αν πρόκειται για υποχώρηση που βασίζεται στη συνειδητοποίηση ότι το συριζαϊκό «σύστημα» δεν είναι όσο ισχυρό νόμιζαν οι εγκέφαλοί του. Ή αν πρόκειται για τακτική αναδίπλωση πριν από μια νέα κλιμάκωση στην αλυσίδα των εκτροπών.