Μικρός φοβόταν πως θα τον δαγκώσει κάποιο σκυλί, μέχρι που τον δάγκωσε και ξεπέρασε τον φόβο. Α, ναι, έχει αλλεργία και στις γάτες. Δεν ξέρω πόση σημασία μπορεί να έχουν για τη σχετικά σύντομη πορεία ενός πολύ νέου και πολύφερνου καλλιτέχνη οι λεπτομέρειες με τις οποίες ξεκινά τούτο το πορτρέτο, όμως για τον σκηνοθέτη –ετών ούτε καν 29 –Δημήτρη Καραντζά τις έχουμε μάθει. Και αυτές. Οπως και πολλές άλλες.

Ο Καραντζάς είχε από τότε που βγήκε στο θεατρικό κουρμπέτι, που λένε, την τύχη –ή μήπως την ατυχία; –να αναγκάζεται να μοιραστεί κάθε λεπτομέρεια της ζωής του πέρα από τις σκέψεις για τη δουλειά του ή την καριέρα του. Παιδί της μιντιακής εποχής (και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης), βρέθηκε αίφνης στο μικροσκόπιο. Για όλα. Σημαντικά και –σχετικώς –ασήμαντα. Βούτηξε στη δημοσιότητα, που έμοιαζε να τον αντιμετωπίζει όχι ακριβώς σαν πειραματόζωο, αλλά πάντως σαν ένα σπάνιο δείγμα πολύ νέου καλλιτέχνη που «έχει να πει πολλά». Αυτό δεν έχει πάντα να κάνει με την καλλιτεχνική αξία, που έχει εκτιμηθεί ως σημαντική (ιδιαίτερα από το νεανικό κοινό που τον ακολουθεί κατά πόδας) καθώς οι εντυπώσεις και η –στιγμιαία –θυμοσοφία μετράνε σε αυτή τη νέου τύπου θεατρική καριέρα.

«Χέρια δεν δώσαμε για να σας έχω του χεριού μου, κύριε» είναι η ατάκα από τη «Δωδεκάτη νύχτα» του Σαίξπηρ που σκηνοθετεί στο Εθνικό Θέατρο, με την οποία συνόδευσε φωτογραφίες από την παράστασή του που ανέβασε στην προσωπική του σελίδα στο facebook την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές. Το Εθνικό συνδέθηκε εξαρχής με την ιλλιγιώδους ταχύτητας και εντυπωσιακής δημόσιας προβολής καριέρα του, η οποία τον έχρισε ως τον νεότερο σκηνοθέτη που παρουσίασε αρχαίο δράμα στην Επίδαυρο («Ελένη» του Ευριπίδη, το 2014).

Παράξενο, αλλά εκείνος που τον εκάλεσε, στα 26 του, να σκηνοθετήσει στην πρώτη κρατική σκηνή, ο Σωτήρης Χατζάκης δηλαδή, ήταν και εκείνος που βρέθηκε απέναντί του ως αντίπαλος στην αρένα της δημοσιότητας. Η μάχη δόθηκε στο πεδίο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και κερδισμένος φαίνεται ότι βγήκε ο νέος. Ή, πάντως, με ένα μεγάλο τμήμα του ελληνικού θεάτρου στο πλευρό του ως υπερασπιστή.

Τι συνέβη τότε; Κατ’ αρχάς κατέβηκαν νωρίτερα αρχικά –και συνεχίστηκαν –οι παραστάσεις του «Ετσι είναι αν έτσι νομίζετε» του Πιραντέλο, κατά Καραντζά, στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού, για να συνεχιστεί ο «Φιλάργυρος» του Μολιέρου. Επειτα (Δεκέμβριος 2014) ο νέος σκηνοθέτης ανήρτησε εν θερμώ στον τοίχο του στο facebook, «σ’ ένα γενικότερο πλαίσιο αγανάκτησης με αφορμή την υπόθεση Ρωμανού και άλλα ζητήματα της επικαιρότητας που του είχαν δημιουργήσει έντονη ψυχική πίεση» το σχόλιο: «Καμία αντίδραση για τον Ρωμανό, καμία αντίδραση για την επιλεκτική ελευθερία, καμία αντίδραση για τον διορισμό του μεγαλύτερου (σ.σ. εδώ υπήρχαν ακραίοι χαρακτηρισμοί) διευθυντή του Εθνικού, του Χατζάκη –ενώ βοά ο τόπος. Υπακοή και καταστολή». Ο Σωτήρης Χατζάκης δήλωνε ότι τον μηνύει για συκοφαντική δυσφήμηση, με απαίτηση 300.000 ευρώ «για λόγους ηθικής βλάβης», θεατράνθρωποι συνασπίστηκαν ζητώντας να συγχωρέσει ο διευθυντής του Εθνικού το «λεκτικό ατόπημα» και τελικά η υπόθεση έμεινε στα διαδικτυακά, με το «ατόπημα» περασμένο ξεχασμένο.

Και μπορεί ο –περιζήτητος μιντιακά –Δημήτρης Καραντζάς, σχεδόν με εφηβική αθωότητα, να δήλωνε πως «έχει κάνει πολύ παραπάνω από αυτό που είχε ονειρευτεί» (Εθνικό, Λυρική Σκηνή, Φεστιβάλ Αθηνών, Επίδαυρος, Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, Φεστιβάλ Αβινιόν –σε όλα είχε την τύχη να δείξει δουλειά του), αλλά δεν έκρυβε ότι «από την αρχή οι άνθρωποι ενδιαφέρονταν για τον ίδιο με διάφορους τρόπους και χαιρόταν που υπήρχε μια περιέργεια, αλλά μέχρι ενός σημείου» καθώς μετά άρχισε να τον ενοχλεί.

Η ιστορία του Δημήτρη Καραντζά έχει ειπωθεί ήδη αρκετές φορές: Γεννήθηκε το 1987 και μεγάλωσε στην Πατησίων, δεν πέρασε πολύ ωραία στο ιδιωτικό σχολείο που πήγαινε στην Εκάλη, νιώθοντας «αποξενωμένος κυρίως εξαιτίας της συμπεριφοράς των συμμαθητών, που οι αξίες τους είχαν να κάνουν με τις μάρκες, το στυλ και την επιτήδευση», στα 12 του είδε το «Βίρα τις άγκυρες» στο Εθνικό, ενθουσιάστηκε, όπως και από το «Τόσο όμορφα» κατά Γιάννη Χουβαρδά ή τις παραστάσεις του Λευτέρη Βογιατζή, πρωτοδούλεψε στις «Δοκιμές» του Αμόρε, ενώ από το γυμνάσιο έγραφε ένα θεατρικό έργο, πέρασε στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ για χάρη των γονιών του –όπως επίσης έχει πει -, το οποίο παράτησε κρυφά για να σπουδάσει στη δραματική σχολή του Εμπρός, ίδρυσε μαζί με τον Εκτορα Λυγίζο και τη Σοφία Βγενοπούλου την ομάδα Grasshopper, έπειτα μαζί με τον Αρη Σερβετάλη και την Εφη Μπίρμπα το Res Ratio Network στις Ροές και πολύ σύντομα έφτασε να σκηνοθετεί (με μια ιδιαίτερη προτίμηση σε έργα του Δημήτρη Δημητριάδη, και μέχρι και παράσταση για βρέφη στο Πόρτα) σε χώρους που για άλλους θα φάνταζαν όνειρο άπιαστο και εκείνον τον «έφεραν στα όριά του και έζησε κρίσεις πανικού». Πέρασε από τους Τσέχοφ, Ιψεν, Πίντερ, Φον Χόρβατ μέσα σε ελάχιστα χρόνια και φέτος, πέρα από τον Σαίξπηρ στο Εθνικό, με την ομάδα του θα σκηνοθετήσει Τόμας Μπέρνχαρντ («Πλατεία Ηρώων») στο Θέατρο Οδού Κυκλάδων.

Ο όγκος της δουλειάς του, το ταλέντο (που ελάχιστοι δεν του αναγνωρίζουν), η ηλικία, η ταχύτητα ανάρτησης του άστρου του στο εγχώριο θεατρικό στερέωμα μπορεί, πέρα από τις «κρίσεις πανικού», να προκαλούν αμηχανία σε όσους πιστεύουν ότι η –καλλιτεχνική –δικαίωση έρχεται με το πλήρωμα του χρόνου. Μήπως πρέπει να αφήσουμε αυτόν, τον χρόνο, να δείξει και να αποδείξει;