Αγάπη, αγάπη, αγάπη (μόνον)

Κουίζ απαράμιλλης τρυφερότητας, σε σκληρές ημέρες: Ποιος γκουρού του – κυβερνητικού – πολιτισμού είπε την αμίμητη φράση «Τι πρέπει πια να κάνω για να με αγαπήσετε;». Οι ευρόντες θα συμπληρώσουν τον Κύκλο της Αγάπης γύρω από τον στερημένο πολιτειακό λειτουργό και τον – απαστράπτοντα – Πολιτισμό του (στο προσκήνιο και το παρασκήνιο).

Για όνομα, κυρίες και κύριοι. Τι γίνεται για ένα όνομα. Πόσο κλονίζεται μια –παιδιόθεν –φιλία. Βέβαια, αν το όνομα είναι Αδόλφος, που δεν παραπέμπει μόνο στο όνομα ρομαντικού ήρωα, όλα μπορούν να συμβούν. Μιλάμε για το έργο των Ματιέ Ντελαπόρτ και Αλεξάντρ ντε λα Πατιγιέρ, που έγινε και ταινία και έσκισε πέρυσι στο Αλίκη –όπου επιστρέφει από την Τετάρτη –στη μεταγραφή (γιατί δεν είναι απλή μετάφραση) του Θοδωρή Πετρόπουλου. «Ηθικός αυτουργός» του ανεβάσματος, ο Χρήστος Χατζηπαναγιώτης που είχε «μαγευτεί», όπως λέει, από το έργο όταν ακόμη έπαιζε στον «Ανθρωπο της βροχής». «Είχα καιρό να πάθω έρωτα με έργο» θυμάται. Μόνο που τότε δεν μπορούσε να το ανεβάσει. «Ολα τα πράγματα έχουν τάιμινγκ. Ολοι πίστευαν ότι δεν ήταν έργο για το Αλίκη. Ημουν ο μόνος που πίστευα ότι είναι για το μεγάλο κοινό. Την ημέρα της πρεμιέρας κατάλαβα ότι είχα δίκιο». Και δικαιώθηκε αφού όχι μόνο πάνε για δεύτερη χρονιά, μαζί με τους Βίκυ Σταυροπούλου, Φάνη Μουρατίδη, Αντώνη Λουδάρο, Μαρία Κωνσταντάκη, αλλά μάλλον και για καλοκαιρινή περιοδεία στο τέλος της σεζόν, αν όλα πάνε τόσο καλά. Πάντα σε σκηνοθεσία του πολυπράγμονα Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη (που συνεχίζει –επίσης από την Τετάρτη 5 Οκτωβρίου –στο Αθηνών, μαζί με τους Στεφανία Γουλιώτη, Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο, Λουκία Μιχαλοπούλου, με τον «Θεό της σφαγής» της Γιασμίνα Ρεζά, ενώ σκηνοθετεί και τη «Δεύτερη φωνή» των Ρέππα Παπαθανασίου στο Αποθήκη, από 14 Οκτωβρίου, με τις Νένα Μεντή, Δανάη Σκιάδη και ετοιμάζεται να σκηνοθετήσει και τον «Αύγουστο» της Τρέισι Λετς, με τις Θέμιδα Μπαζάκα, Μαρία Πρωτόπαππα, από 15 Δεκεμβρίου στο Δημήτρης Χορν).

Ως «ελαφρύ έργο που μιλάει για πολύ σοβαρά πράγματα», χαρακτηρίζει ο Χρήστος Χατζηπαναγιώτης το «Για όνομα». Μην το παίρνετε ελαφριά αυτό το «ελαφρύ». Αφού «ξετινάζει ανελέητα κάθε μορφή κοινωνικοπολιτικής αναλγησίας, με βασικό πυρήνα εκείνον της φιλίας». Μιας φιλίας που «δεν τα λέει όλα, αλλά κρατάει μυστικά». Βέβαια, ενώ οι πέντε φίλοι που τα τσουγκρίζουν για το όνομα του παιδιού των δύο της παρέας (ΜουρατίδηςΚωνσταντάκη) τα βάζουν με την αστική υποκρισία, όπως παρατηρεί ο σκηνοθέτης τους Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, «φθάνουν κάποια στιγμή να σωριάζονται τα επιχειρήματά τους με πάταγο –και αυτό μας κάνει να τους συμπαθούμε περισσότερο. Ασε που αυτοί οι πέντε άνθρωποι, οι φίλοι, είναι η νέα οικογένεια. Επίσης ενώ το έργο μοιάζει να μιλάει για την πολιτική ορθότητα, μιλάει πίσω από τις γραμμές για την άνοδο της Ακροδεξιάς και για το τι είναι, τελικά, ανεκτό ή όχι στις νέες κοινωνίες μας». Πόσω μάλλον με την αναγωγή του στην Ελλάδα –χάρη και στο κείμενο του Θοδωρή Πετρόπουλου–όπου «όλοι καμώνονται ότι έχουν ιδεολογικά προβλήματα και τελικά ακολουθούν απλώς πρόσωπα», όπως παρατηρεί στην –μεταξύ πρόβας –κουβέντα μας ο Φάνης Μουρατίδης, ο «κατεργάρης» φίλος. Αλλωστε ο ίδιος βλέπει αυτόν τον –υποβόσκοντα; –παιδικό κόσμο (της παιδικής φιλίας που δοκιμάζεται), ο οποίος σκιαγραφείται στο έργο, να έχει να κάνει «με την ανευθυνότητα που αντιμετωπίζουμε τη ζωή μας», στην οποία «προκύπτουμε ανεύθυνοι και πολιτικά ανώριμοι».

Συνθήματα και σχέσεις. Εχουν τελικά όλα να κάνουν με την ανωριμότητα ζωής και –πολιτικής –σκέψης ή με το «παιδικό παρεάκι πέντε ανθρώπων», την ενέργεια του οποίου χρειάστηκε οι πέντε ηθοποιοί να βγάλουν στη σκηνή, όπως μου προσθέτει η Βίκυ Σταυροπούλου; Εκείνη, λέει, ήταν από τις τυχερές, διότι μεγάλωσε με ανάλογο παρεάκι. Με σχέσεις «ριζωμένες, που σου δίνουν το δικαίωμα να μην είσαι προσεκτικός». Και έτσι ανέλαβε το στοίχημα που είναι για κείνην ο –όχι αμιγώς κωμικός – ρόλος της στο «Για όνομα», της (γαλλίδας) καθηγήτριας που έχει ως σύνθημά της για τη ζωή «Λαϊκότητα, Δικαιοσύνη, Αλληλεγγύη», όπως λέει. «Οχι να το παινευτώ, αλλά ταιριάζουν στην ιδιοσυγκρασία μου. Οπως και αυτή η γυναίκα που κρατάει πάντα τις ισορροπίες και είναι το ενωτικό στοιχείο. Καταπίνει, ανακυκλώνει και ξεσπάει». Είμαστε όμως όλοι έτοιμοι να τα αμφισβητήσουμε όλα, προσθέτει τη δική του νότα ο Αντώνης Λουδάρος. «Είμαστε σε τέτοια κρισάρα, που είμαστε έτοιμοι ακόμη και να τα αποδομήσουμε. Και να τα επανεφεύρουμε». Ακόμη και τους φίλους που, όπως λέει η Μαρία Κωνσταντάκη, «είναι η οικογένεια που επιλέγουμε». Και το θέατρο είναι εκεί για να μας τα δείξει όλα αυτά. «Φαντάζει πολυτέλεια», καταλήγει ο Αντώνης Λουδάρος, «αλλά είναι η πραγματική τροφή που θα μας δώσει κουράγιο κι ελπίδα για το αύριο».