Τις τελευταίες ημέρες (και όχι μόνο) η κυβέρνηση (όπως κάθε κυβέρνηση που «σέβεται» τον εαυτό της) και μέλη της (ως είθισται) ασκούν έντονη κριτική στα μέσα ενημέρωσης και σε δημοσιογράφους. Βέβαια, αυτό δεν είναι πρωτόγνωρο. Η άσκηση κριτικής συχνά προκαλεί την αντίδραση της πολιτικής εξουσίας, που άλλοτε «εξοργίζεται» με αυτά που της καταλογίζουν και άλλοτε θυμώνει με όσα «τεχνηέντως» της αποδίδουν. Και στο παρελθόν καταγράφονται ανάλογα παραδείγματα. Η σημερινή κυβέρνηση σχεδόν από τις πρώτες ημέρες της έχει καταφερθεί εναντίον μέσων ενημέρωσης και δημοσιογράφων (π.χ., στη διαπραγμάτευση με τους δανειστές, στην κατάληψη της Πρυτανείας του ΕΚΠΑ, στην αντιμετώπιση του Προσφυγικού και μεταναστών, αναφορές σε συνέδρια, στην περίοδο των τηλεοπτικών αδειών). Μερικές φορές, σε αυτή την οργή συμβάλλουν και ανόητες συμπεριφορές όπως αυτή της Νέας Υόρκης, όπου η δεοντολογία καταπλακώθηκε από τον όγκο της «θεαματοθηρικής» αμετροέπειας.

Γιατί συμβαίνει αυτό; Είναι τόσο μεγάλη η δύναμη των μέσων και η πένα κάποιων δημοσιογράφων; Κατ’ αρχάς, η ικανότητα των μέσων ενημέρωσης να προσανατολίζουν ή να αποπροσανατολίζουν την προσοχή της κοινής γνώμης όσον αφορά κάποια προβλήματα, άτομα, λύσεις και ομάδες επιφέρει πολιτικές επιπτώσεις. Ωστόσο, ο αντίκτυπος των μέσων ενημέρωσης είναι εξαιρετικά δύσκολο να τεκμηριωθεί. Σε γενικές γραμμές, οι προτεραιότητες των ΜΜΕ έχουν μεγαλύτερη επίδραση σε αυτούς που είναι πολιτικά αδιάφοροι, σε αυτούς δηλαδή που δεν έχουν (ή δεν ενδιαφέρονται να έχουν) επαρκή ενημέρωση για να κρίνουν την πολιτική πραγματικότητα. Αν και τα πράγματα είναι πολύ πιο περίπλοκα (π.χ., σημαντικό ρόλο παίζει ο βαθμός των κομματικών ταυτίσεων), καθώς μεγάλο μέρος από αυτά που μαθαίνουμε από τα ΜΜΕ είναι κατ’ αρχάς συμπτωματικό. Αυτή η «περιστασιακή προσοχή» στα μηνύματα των ΜΜΕ μπορεί όμως να είναι και η πιο ευνοϊκή συνθήκη για τη «χειραγώγηση των αντιλήψεων των μελών του κοινού». Ωστόσο, υπάρχει ένας αριθμός παραγόντων (π.χ., δίκτυο διαπροσωπικών σχέσεων, καθοδηγητές κοινής γνώμης, άμεσος περίγυρος κ.ο.κ.) που πρέπει να ληφθεί υπόψη για να εκτιμήσει κανείς την επίδραση των ΜΜΕ στην πολιτική συμπεριφορά.

Ωστόσο, το γεγονός ότι το κοινό στηρίζει την ενημέρωσή του στα ΜΜΕ δεν σημαίνει ότι πιστεύει και οτιδήποτε του προσφέρεται. Αν αυτό συνέβαινε, τότε όλοι θα ήμασταν «δοχεία υποδοχής» των μηνυμάτων των μέσων ενημέρωσης, για να θυμηθούμε και τη Σχολή της Φρανκφούρτης. Υπό αυτή την έννοια, αυτοί που αμφισβητούν την εξουσία δεν θα είχαν λόγο να το κάνουν αφού οι επιδράσεις από μηνύματα των μέσων θα ήταν σωρευτικές και καταιγιστικές, ενώ οι διαπροσωπικές επαφές και συζητήσεις «οnline» και «offline» θα ήταν άχρηστες και περιττές.

Με άλλα λόγια, ζούμε σε μια εποχή που τα μέλη του κοινού γνωρίζουν αρκετά καλά τη λειτουργία των μέσων επικοινωνίας, απορρίπτουν τις συμβατικές μορφές τους και έχουν την τάση να αλλάζουν και να συντονίζονται στο περιεχόμενο των μέσων (για προώθηση ή για κάτι άλλο) πολύ περισσότερο από τις γηραιότερες γενιές. Επίσης, λόγω των τεχνολογικών εξελίξεων οι πολίτες σήμερα είναι σε θέση όχι μόνο να παράγουν περιεχόμενο, αλλά και να σχολιάζουν ή ακόμη και να παρεμβαίνουν στο περιεχόμενο των συμβατικών μέσων ενημέρωσης. Αρα, στην εποχή της ψηφιακής επικοινωνίας δεν υπάρχει μόνο η ατζέντα που θέλει να επιβάλει η πολιτική εξουσία ή ακόμη και τα «συστημικά» μέσα ενημέρωσης. Τα μέλη του κοινού, πλέον μεγαλύτερης ή μικρότερης ηλικίας, έχουν τις δυνατότητες και δεξιότητες να επιβάλλουν τη δική τους ατζέντα. Ηδη οι δημοσιογράφοι καταγράφουν τις τάσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να δουν προς ποια θέματα θα στραφούν για την ειδησεογραφική τους κάλυψη. Εν ολίγοις, δεν μπορούμε να αναφερόμαστε στο σήμερα με τη λογική τού χθες ακόμη και στις σχέσεις πολιτικής και μέσων ενημέρωσης –και δυστυχώς σε αυτή τη χώρα το κάνουμε καθημερινά.