Το 2014 η κυβέρνηση Σαμαρά είχε επαναποθέσει τις ελπίδες της στο αφήγημα της επιστροφής της οικονομίας σε μια ισχνή ανάπτυξη, ύστερα από έξι χρόνια ύφεσης, για να χάσει τελικά από τον ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015.
Σήμερα, η κυβέρνηση Τσίπρα υπό το βάρος των αρνητικών δημοσκοπήσεων, έχοντας μπροστά της μια δύσκολη αξιολόγηση με ιδιωτικοποιήσεις και ανατροπές στα εργασιακά και πίσω της επώδυνες περικοπές στις συντάξεις και ένα τσουβάλι φόρους, αναζητά –και αυτή –σανίδα σωτηρίας στην πορεία της οικονομίας. Υπάρχουν όμως δύο μεγάλες διαφορές που κάνουν το τοπίο ακόμη πιο τραχύ και δύσβατο για τη σημερινή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ απ’ ό,τι αποδείχθηκε, τελικά, πως ήταν για την κυβέρνηση Σαμαρά.
Το 2014 το αφήγημα της συγκυβέρνησης ΝΔ – ΠΑΣΟΚ στηριζόταν σε μια υπαρκτή αν και ασθενική αναπτυξιακή διαδικασία, η επανεμφάνιση της οποίας –ύστερα από τη μεγαλύτερη ύφεση που γνώρισε μεταπολεμικά η χώρα –πιστοποιούνταν από τα ίδια τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής.
Σήμερα κάτι τέτοιο δεν προκύπτει –προς το παρόν τουλάχιστον –από τα επίσημα στοιχεία για την πορεία της οικονομίας που έδειξαν ότι το δεύτερο τρίμηνο του 2016 η ύφεση ανήλθε σε 0,7% συγκριτικά με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2016. Ελαφρώς χαμηλότερη, πράγματι, από την αρχική πρόβλεψη για ύφεση 0,8% αλλά σε μεγάλη απόσταση ακόμη από τον ετήσιο στόχο ύφεσης 0,3% που προβλέπει το πρόγραμμα του τρίτου Μνημονίου. Είναι αλήθεια ότι κυβέρνηση και τρόικα εξακολουθούν να προβλέπουν επαναφορά της ελληνικής οικονομίας σε αναπτυξιακούς ρυθμούς κάποια στιγμή κατά το δεύτερο εξάμηνο φέτος, ελπίζοντας, στο τέλος του έτους, ο μέσος ετήσιος ρυθμός ύφεσης να προσεγγίσει τον στόχο. Η πρόβλεψη αυτή όμως δείχνει να ενσωματώνει υψηλό βαθμό αβεβαιότητας, δεδομένων των υπέρογκων φορολογικών υποχρεώσεων που έχουν να εκπληρώσουν στο ίδιο διάστημα οι έλληνες πολίτες, των περικοπών στις συντάξεις και των ρυθμίσεων αποπληρωμής των δανείων για δεκάδες χιλιάδες νοικοκυριά, που θα μειώσουν δραστικά το διαθέσιμο εισόδημα, τη ζήτηση στην αγορά και θα στερήσουν πολύτιμο οξυγόνο από την οικονομία. Σε τέτοιο βαθμό που αρκετοί οικονομικοί αναλυτές και παράγοντες της οικονομίας εκτιμούν ότι η ύφεση φέτος μπορεί να κινηθεί προς το 1%. Σενάριο που, αν επαληθευτεί, αρκεί για να εκτροχιάσει τον φετινό στόχο για το πρωτογενές πλεόνασμα. Και να ξυπνήσει για την κυβέρνηση τον εφιάλτη της ενεργοποίησης του δημοσιονομικού κόφτη την ερχόμενη άνοιξη.
Η δεύτερη μεγάλη διαφορά μεταξύ του φθινοπώρου του 2014 και αυτού του 2016 είναι η εξής: Τότε, μια κεντροδεξιά κυβέρνηση αναζητούσε τη δικαίωσή της για την επιλογή της να αποδεχθεί τους όρους του Μνημονίου (αρκετοί από τους οποίους αποδείχθηκαν αναποτελεσματικοί και άστοχοι) προκειμένου να σωθεί η ελληνική οικονομία από τη χρεοκοπία. Σήμερα, η αριστερή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, που παρότι δεν έσκισε τα Μνημόνια όπως υποσχέθηκε και «υποταγμένη» εφαρμόζει με πόνο και δάκρυ το δικό της σκληρό τρίτο Μνημόνιο, επιλέγει τελικά να υιοθετεί και να προβάλλει ως έργο της δικής της πολιτικής τα αποτελέσματα της λιτότητας και των Μνημονίων στην οικονομία. Αυτή είναι ακόμη μια μεγάλη αντίφαση που χαρακτηρίζει τον τρόπο με τον οποίο πολιτεύεται η σημερινή κυβέρνηση. Η οποία θα γίνεται όλο και πιο διαυγής στους ψηφοφόρους όσο δεν θα βλέπουν να υλοποιούνται οι αριστερές υποσχέσεις για έξοδο από τη λιτότητα και όσο θα εξακολουθούν να πληρώνουν δυσβάστακτα τις λανθασμένες «αριστερές» πολιτικές.