H Eλλάδα εξακολουθεί να πληρώνει ακριβά τις συνέπειες της χρηματοοικονομικής κρίσης διαπιστώνει το Ιδρυμα Bertelsmann σε μελέτη του για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι χώρες του ΟΟΣΑ και της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Μάλιστα την κατατάσσει στην τελευταία θέση μεταξύ των 41 βιομηχανικών χωρών που εξετάζει, από άποψη προϋποθέσεων για να αντιμετωπίσει μακροπρόθεσμα τις προκλήσεις.

Αυτό αφορά κυρίως την οικονομική πολιτική, αν και το Ινστιτούτο εξετάζει και άλλες παραμέτρους, όπως την κοινωνική πολιτική, την περιβαλλοντική πολιτική και την ποιότητα της δημοκρατίας.

Ειδικότερα, σε σχέση με την οικονομική πολιτική επισημαίνει χαρακτηριστικά τα εξής: «Εξι χρόνια αρνητικής ανάπτυξης ολοκληρώθηκαν με οριακά κέρδη το 2014, αλλά το 2015 είχαμε περαιτέρω απογοητεύσεις».

Επίσης παρατηρεί ότι «η ανεργία παραμένει υπερβολικά υψηλή» και ότι «η αριστερών αποκλίσεων κυβέρνηση επικεντρώθηκε στις προσλήψεις στον δημόσιο τομέα μάλλον, παρά στην υποστήριξη των ιδιωτικών επενδύσεων.»

«Οι φόβοι για απόσυρση από την ευρωζώνη προκάλεσαν φυγή καταθέσεων από τις τράπεζες, ελέγχους στην κίνηση κεφαλαίων και περαιτέρω κατάρρευση των ευαίσθητων επιχειρήσεων» επισημαίνει. Ιδιαιτέρως σκληρό είναι το σχόλιο για τη φορολογική πολιτική, την οποία χαρακτηρίζει «ασυνάρτητη, παρά την κάποια πρόοδο που σημειώθηκε στην αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής».

Τέλος, παρατηρεί ότι «η διατήρηση της λιτότητας παρήγαγε πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα, αν και οι πρόσφατες πολιτικές τα έθεσαν σε κίνδυνο». Οπως επισημαίνει, η λιτότητα και οι κοινωνικές της επιπτώσεις «παραμένουν εκεί, ακόμη τεράστιες».

Ειδικότερα, το Ινστιτούτο υπογραμμίζει ότι τα ποσοστά των χρόνια ανέργων κυμαίνονται σε διψήφιο νούμερο, η ανεργία των νέων είναι περίπου στο 50%, ενώ ένα στα πέντε παιδιά ζει κάτω από το όριο της φτώχειας.

«Σε όρους κοινωνικής ανισότητας και ευκαιριών απασχόλησης, οι πληγείσες από την κρίση χώρες της Νότιας Ευρώπης αντιμετωπίζουν μείζονα προβλήματα» σημειώνεται. «Αν και η κατάσταση στην αγορά εργασίας έχει κάπως βελτιωθεί, ο κοινωνικός αποκλεισμός, ως συνέπεια της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής κρίσης και τα χρόνια των πολιτικών λιτότητας εξακολουθούν να έχουν μεγάλη επίπτωση».

Η Ελλάδα, σημειώνει, συνθλίβεται από το βουνό του χρέους της, το οποίο βρίσκεται στο 178,4% του ΑΕΠ της, αν και προσθέτει ότι το χρέος αυξήθηκε ξανά στην Ιταλία και σε χώρες όπως η Γαλλία και το Βέλγιο.

Το Ινστιτούτο επισημαίνει ότι οι σκανδιναβικές χώρες εξακολουθούν να κατέχουν τις καλύτερες θέσεις στον πίνακά του (η Σουηδία καταλαμβάνει την πρώτη θέση), αλλά ακόμη και εκεί έχουν αρχίσει να εμφανίζονται προβλήματα εξαιτίας της αυξανόμενης κοινωνικής ανισότητας.

Γενικά, υποστηρίζει ότι οι προκλήσεις αυξάνονται στις βιομηχανικές χώρες, ενώ οι δυνατότητες επίλυσης προβλημάτων βρίσκονται σε καθοδική πορεία.

Το Ινστιτούτο προσθέτει ότι δεν είναι τυχαία η άνοδος του εθνικιστικού λαϊκισμού και προειδοποιεί ότι το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης κινδυνεύει να αποτύχει. «Με τον εθνικιστικό λαϊκισμό σε άνοδο σε διάφορες χώρες, η πρόκληση των προσφύγων θα αποτελέσει ένα πραγματικό τεστ για την Ευρωπαϊκή Ενωση».