Συμβαίνει σε όλες τις μνημονιακές κυβερνήσεις. Εκεί, στο μέσον μεταξύ δύο αξιολογήσεων, υποτροπιάζουν. Χωρίς την επιτήρηση των δανειστών επιστρέφουν για λίγο στον προμνημονιακό εαυτό τους.

Το ίδιο φαίνεται να συμβαίνει και στον ΣΥΡΙΖΑ. Στην πρώτη ανάπαυλα μετά την πρώτη τους, πολύμηνη αξιολόγηση, οι υπουργοί έχουν επιτέλους όλη τη σκηνή δική τους, χωρίς τους ελεγκτές.

Ομως με τον ΣΥΡΙΖΑ τα πράγματα είναι διαφορετικά. Δεν έχουμε απλώς μια ρητορική χαλάρωση –την ανάγκη του ενός ή του άλλου στελέχους να δώσει στα κλεφτά μια καραμέλα στην πελατεία του. Η μετατόπιση είναι διαρκής, μία μέσα και μία έξω από τον προσανατολισμό που έχει διαφημιστεί ως «στροφή στον ρεαλισμό». Ο κυβερνών ΣΥΡΙΖΑ παλινδρομεί διαρκώς στον αντιμνημονιακό ΣΥΡΙΖΑ, σε έναν ρυθμό που θυμίζει το βάδισμα του κάβουρα: δεν είναι παλινδρόμηση μπρος – πίσω, αλλά πλαγίως, αριστερά – δεξιά. Λίγο δεξιά και λίγο αριστερά.

Πρόκειται για διαλείψεις που θα παύσουν από Σεπτέμβριο, μόλις η κυβέρνηση μπει ξανά στις ράγες του προγράμματος; Ή μήπως πρόκειται για εγγενή αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να συμφιλιωθεί με όσα έχει υπογράψει –γι’ αυτό που η αντιπολίτευση ερμηνεύει ως αδυναμία του να φέρει εις πέρας το πρόγραμμα και να οδηγήσει την οικονομία στο ξέφωτο;

Θέατρο και επιφοίτηση

Αν ήθελε να δείξει κανείς πώς η κυβέρνηση καρκινοβατεί, θα επέλεγε ως πιο χαρακτηριστικό πεδίο τις ιδιωτικοποιήσεις. Οι διαφορετικές φωνές αντιμετωπίζονταν αρχικά ως ιδιαιτερότητες των υπουργών. Σύμφωνα με τον κοινό τόπο, ο Τσίπρας άφηνε τον Σπίρτζη να κλαίει και τον Δρίτσα να γκρινιάζει, όχι επειδή είχε ο ίδιος δεύτερες σκέψεις, αλλά γιατί ήθελε να μη χάσει ο ΣΥΡΙΖΑ την επαφή του με το κομματικό ακροατήριο –κυρίως τους εργαζομένους στο ευρύτερο Δημόσιο –που εξακολουθεί να αντιτίθεται στις ιδιωτικοποιήσεις.

Ο Τσίπρας έδωσε την εντύπωση ότι τελειώνει αυτό το θέατρο με τον εμφατικό τρόπο με τον οποίο ξεκαθάρισε τη γραμμή του στην πιο πρόσφατη συνέντευξή του. Σαν να είχε δεχτεί ξαφνική επιφοίτηση, αναγνώρισε ξεκάθαρα ότι οι ιδιωτικές επενδύσεις είναι ο μόνος τρόπος για να χτυπηθεί η ανεργία. Ομως, η τροπή που παίρνει τώρα η επένδυση στο Ελληνικό αλλά και η δημόσια διαφωνία του καθ’ ύλην αρμόδιου υπουργού με τη μερική πώληση της ΔΕΗ δείχνουν ότι το θέατρο απέχει πολύ από την αυλαία.

Οπως στην περίπτωση της COSCO, έτσι και στο Ελληνικό, η κυβέρνηση σε κεντρικό επίπεδο εμφανίζεται να θέτει μονομερείς όρους σε δεύτερο χρόνο, έξω από το πλαίσιο των συμφωνηθέντων με τους επενδυτές. Η κήρυξη όλης της έκτασης του πρώην αεροδρομίου ως αρχαιολογικού χώρου «επειδή προβλέπεται στη σύμβαση» θυμίζει τις δικαιολογίες του Μαξίμου ότι η σύμβαση με τους Κινέζους για το λιμάνι «διορθώθηκε», χωρίς να ενημερωθούν οι αντισυμβαλλόμενοι, προκειμένου να «βελτιωθεί» και να «εναρμονιστεί με το ελληνικό δίκαιο». Ο Πρωθυπουργός, μάλιστα, είχε καλύψει τότε τον υπουργό του, παραδεχόμενος ότι για τη δημιουργική μετάφραση της σύμβασηςυπεύθυνο ήταν το Μαξίμου. Τώρα πάλι το Μαξίμου –διά του Φλαμπουράρη –καλύπτει το υπουργείο Πολιτισμού.

Εκτός πλαισίου

Δεν πρόκειται για το ταμπεραμέντο των υπουργών, αλλά για κεντρική επιλογή. Το ερώτημα είναι γιατί η κυβέρνηση θέλει να δείχνει ότι αποκλίνει από τις δεσμεύσεις τις οποίες εν τέλει αναγκάζεται να τηρήσει. Δεν επωμίζεται έτσι διπλό το όποιο πολιτικό κόστος;

Η εξήγηση που δίνει παράγοντας της αγοράς, που έχει συνεργαστεί με στελέχη της κυβέρνησης, είναι ότι «έχουμε να κάνουμε με ανθρώπους που δεν είναι εξοικειωμένοι με το πλαίσιο». Ως «πλαίσιο» εδώ εννοείται το θεσμικό και πολιτικό περιβάλλον μέσα στο οποίο κινείται μια χώρα-μέλος της ευρωζώνης. Ο ίδιος παρατηρεί ότι, είκοσι μήνες μετά την ανάληψη της εξουσίας, η ομάδα που διευθύνει το κυβερνητικό έργο δυσκολεύεται να εξοικειωθεί με τους όρους που έχει συνομολογήσει. «Πιστεύουν ακόμη ότι μπορούν να περάσουν πράγματα κάτω από τη μύτη των ξένων».

Σύμφωνα με μία άλλη ερμηνεία, ο Τσίπρας δεν τρέφει πια αυταπάτες για τα πραγματικά περιθώρια των ελιγμών του. Ξέρει τον αντίκτυπο αυτής της αμφιθυμίας, αλλά την αφήνει σκόπιμα να εκδηλώνεται. Πιστεύει ότι σηκώνοντας επικοινωνιακή σκόνη μπορεί να τους κρατά όλους ικανοποιημένους. Και το κόμμα του, που έχει διαπαιδαγωγηθεί να πολεμάει τις ιδιωτικοποιήσεις. Και τους δανειστές, στους οποίους «πουλάει» την τάχα σοσιαλδημοκρατική μεταστροφή του. Και τους επενδυτές, με τα αιτήματα των οποίων στο τέλος συμμορφώνεται.

Μια «απ’ όλα»

Αυτή τη συνταγή τού «απ’ όλα» φαίνεται να ακολουθεί η κυβέρνηση και σε άλλους τομείς, εκτός της οικονομίας, όπως στο ζήτημα της ασφάλειας, όπου το τελευταίο διάστημα προσπάθησε να υπηρετήσει αντίρροπες σκοπιμότητες. Από τη μία να μην ερεθίσει το κόμμα και τις συγγενείς με το κόμμα μειοψηφίες, που αντιδρούσαν στον αστυνομικό έλεγχο της «ακτιβιστικής» δράσης του αντιεξουσιαστικού χώρου. Και από την άλλη να μην αφήσει αυτήν τη δράση να της χαλάσει τη στρατηγική προσέγγιση με την Εκκλησία. Δεν είναι τυχαίο ότι δήλωση καταδίκης της εμπρηστικής επίθεσης κατά της Μονής Πετράκη εξέδωσε –πέρα από την κυβερνητική εκπρόσωπο, που εξέφρασε τον «αποτροπιασμό» τής κυβέρνησης –και η ίδια η Κουμουνδούρου, καταδικάζοντας την ενέργεια ως απειλή για τις «θρησκευτικές ελευθερίες».

Ο «αποτροπιασμός» δημιούργησε ένα περίεργο μείγμα με τις δηλώσεις υπέρ θεσμικής κατοχύρωσης των καταλήψεων και κατά των διώξεων «φρονηματικού χαρακτήρα», που έκαναν άλλα στελέχη, όπως η Σία Αναγνωστοπούλου και ο Γιώργος Κυρίτσης. Η κίνηση είναι και εδώ καρκινοειδής: μια αριστερά, μια δεξιά.

Ο Πρωθυπουργός δεν εξαιρείται βέβαια από αυτή την πολιτική χορογραφία. Η πρόσφατη ανάρτησή του στο facebook για το χρέος, την επέτειο της διαγραφής του γερμανικού χρέους το 1953, ξαναζεσταίνει το αφήγημα που είχε καλλιεργήσει ο ΣΥΡΙΖΑ ως αντιπολίτευση –και πήρε διαστάσεις κοινοβουλευτικού υπερθεάματος κατά την προηγούμενη κοινοβουλευτική περίοδο.

Με πιο ήπιο ύφος απ’ ό,τι στο παρελθόν, ο Πρωθυπουργός εμφανίστηκε να αναθερμαίνει τα αντιγερμανικά συνθήματα της αντιμνημονιακής του φάσης, μιλώντας ξανά για διαγραφή χρέους. Κάνοντας δηλαδή ένα άλμα εκτός του πλαισίου ρύθμισης του χρέους που έχει συμφωνήσει με τους δανειστές.

Κοκκινομπλέ στατιστική

Θα μπορούσε κανείς να αξιολογήσει την πρωθυπουργική παρέμβαση ως ρητορική υπερβολή, χωρίς συνέχεια. Ομως, η προσπάθεια να αναβιώσουν κομμάτια του παλιού συριζαϊκού αφηγήματος για την κρίση συμπληρώνεται και με άλλες ενέργειες. Η κυβέρνηση έσπευσε αμέσως να εκμεταλλευτεί πολιτικά την αναίρεση του βουλεύματος που απάλλασσε τον πρώην διοικητή της ΕΛΣΤΑΤ. Σύμφωνα με τη διατύπωση του υπουργού Επικρατείας Νίκου Παππά, η αναψηλάφηση των κατηγοριών περί χάλκευσης του ελλείμματος του 2009 «ανοίγει μια πληγή, την οποία πρέπει να διερευνήσουμε εις βάθος. Πώς και εάν διογκώθηκαν τα ελλείμματα για να υπάρξουν προσχεδιασμένες πολιτικές αποφάσεις, για να υπάρξει η υπαγωγή της χώρας στο Μνημόνιο». Η κυβέρνηση έτσι εμφανίζεται να αμφισβητεί τα στοιχεία τα οποία έχουν αποδεχθεί όχι μόνο η Eurostat και οι δανειστές, αλλά με βάση τα οποία η ίδια έχει αναλάβει δεσμεύσεις για να επιτύχει συγκεκριμένους δημοσιονομικούς στόχους.

Η δικαστική ανακίνηση της υπόθεσης –που εκδηλώθηκε μετά την αλλαγή σκυτάλης στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου –έχει προφανή πολιτική χρησιμότητα για την κυβέρνηση, καθώς αντανακλά στα εσωκομματικά της ΝΔ και δημιουργεί πάλι τον χώρο για τη σύγκλιση του ΣΥΡΙΖΑ με τη νεοκαραμανλική πτέρυγα. Ταυτόχρονα, όμως, απειλεί να υποβαθμίσει το όποιο κεφάλαιο αξιοπιστίας είχε αποκτήσει η κυβέρνηση έναντι των εταίρων. Το Μαξίμου προτιμά να κερδίσει πόντους στο εσωτερικό πολιτικό παίγνιο, ακόμη κι αν το τίμημα είναι να εμφανιστεί ξανά προς τα έξω ως αστάθμητος παίκτης.

Η τάση αυτή επιβεβαιώνει την εκτίμηση κύκλων της αντιπολίτευσης, πως το βασικό πρόβλημα των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ είναι ότι «αντιλαμβάνονται τη διακυβέρνηση μόνο με όρους εσωτερικής πολιτικής». Οτι όλη η ενέργειά τους αναλώνεται στον εσωτερικό ανταγωνισμό εξουσίας, χωρίς να υπολογίζονται οι παρενέργειες στην αξιοπιστία της χώρας και στην οικονομία.