Ο κανόνας είναι παλιός. Ισχύει τουλάχιστον από την εποχή που το Ανω Καλαμάκι ονομαζόταν Δήμος Ευωνύμου: στην πολιτική προχωράς μόνο με πατροκτονίες. Ο Τσίπρας έχει εν μέρει αντιστρέψει τον κανόνα. Προχωρά με πατροθεσίες. (Ο Αλαβάνος θα ήταν εξαίρεση, αν δεν είχε προλάβει να αυτοκτονήσει πολιτικά).

Οι δύο θετοί πατέρες του Τσίπρα που συμμετέχουν στην κυβέρνηση διασταυρώνονται τώρα στην υπόθεση του Ελληνικού. Ο Αλέκος Φλαμπουράρης ως επισπεύδων την επένδυση και ο Αριστείδης Μπαλτάς ως προϊστάμενος των υπηρεσιών που τη φρενάρουν.

Σε αμφότερους ο Τσίπρας απένειμε ρόλο οργανικό. Ο Φλαμπουράρης, εκτός της θέσης του στο Μαξίμου, επωμίζεται και ειδικές αποστολές όπως η διαπραγμάτευση της κυβέρνησης με τον ανάδοχο του Ελληνικού. Είναι, ας πούμε, ο πρότζεκτ μάνατζερ. Γι’ αυτό και έσπευσε να βεβαιώσει ότι η οριοθέτηση του αρχαιολογικού χώρου δεν θα εμποδίσει την επένδυση.

Στον Μπαλτά δεν μπορεί κανείς αυτομάτως να προσάψει την πολιτική ευθύνη για τις ενέργειες των υπηρεσιών του. Ο καθηγητής του ΕΜΠ δεν είναι συνηθισμένος υπουργός. Αν ήθελε κανείς να το πει στο φιλοσοφικό ιδίωμα με το οποίο ο Μπαλτάς είναι εξοικειωμένος, θα έλεγε ότι η παρουσία του στην κυβέρνηση δεν είναι παρουσία. Είναι σκέτη παρεύρεση.

Παρευρέθη στον θώκο του Παιδείας, στο οποίο κατέλιπε μόνο το δόγμα κατά της αριστείας. Παρευρισκόταν αγέρωχος και στον θώκο του Πολιτισμού, όταν διάφορα συριζαϊκά υποσυστήματα σφάζονταν για να διαμοιράσουν τον άρτο των οργανισμών και το φεστιβαλικό παντεσπάνι.

Είναι δυνατόν να μη γνωρίζει ο ένας «μπαμπάς» τι ποιεί ο άλλος στο Ελληνικό; Αυτή είναι η πιο αθώα από τις εξηγήσεις. Ο τρόπος με τον οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ συνομιλούσε και συνομιλεί με τον επιχειρηματικό κόσμο καθιστά πιθανές άλλες σκοπιμότητες. Ομως εδώ δεν χρειάζεται να εξιχνιάσει κανείς τα κίνητρα για να μετρήσει το πολιτικό αποτέλεσμα.

Το αποτέλεσμα είναι ότι επαναλαμβάνεται το σύνδρομο του Πειραιά. Η κυβέρνηση εμφανίζεται να αλλάζει μονομερώς τους όρους μιας ιδιωτικοποίησης που είχε με τυμπανοκρουσίες συνομολογήσει.

Το οξύμωρο είναι ότι ο ίδιος ο Τσίπρας έχει διαμηνύσει –περισσότερο στο εσωκομματικό του ακροατήριο, παρά στην ήδη πεπεισμένη κοινωνία –ότι οι ιδιωτικές επενδύσεις είναι το μόνο εργαλείο για να χτυπηθεί η ανεργία. Εκείνος ο τσιπρόμορφος νεαρός που κάποτε απειλούσε από το βήμα της Βουλής τούς επενδυτές ότι «θα χάσουν τα λεφτά τους» δεν υπάρχει πια.

Το πρόβλημα, λένε, είναι ότι το συριζαϊκό σώμα δεν συγχρονίζεται με τις μεταμορφώσεις του Πρωθυπουργού. Ομως σε κάθε ευκαιρία φαίνεται ότι και το κεντρικό σύστημα του Μαξίμου είναι αμφίθυμο. Δεν πρόκειται κυριολεκτικά για αμφιθυμία. Πρόκειται για δίβουλη στρατηγική που θέλει να τους κρατήσει όλους ικανοποιημένους. Και τους δανειστές και το κόμμα και τους ανταγωνιζόμενους επιχειρηματίες.

Το συμπέρασμα είναι ότι αν ο Τσίπρας θέλει τις ιδιωτικοποιήσεις, πρέπει πρώτα να τις απαλλάξει από τον Τσίπρα.