Την ώρα που ο Αλέξης Τσίπρας, πέρυσι το καλοκαίρι, έμενε από αριστερά πολεμοφόδια, συνομολογούσε άρον άρον το τρίτο Μνημόνιο και έψαχνε να βρει τρόπους να κρατηθεί στην εξουσία, το μόνο επιχείρημα που επικαλούνταν και που επιχειρούσε να συνδέσει το παρελθόν της παροχολογίας και της ηρωικής αντίστασης στους δανειστές με το ζοφερό μέλλον που οι επιτελείς του ΣΥΡΙΖΑ είχαν αποφασίσει να διαχειριστούν ήταν η απειλή της αναδιάταξης του τηλεοπτικού τοπίου. Της απαλλαγής της χώρας από τη διαπλοκή –κατά την προσφιλή, δημοφιλή ορολογία, που είχε εδραιωθεί ήδη από το 1990, μετατρέποντας την πολιτική επιχειρηματολογία σε υποτιθέμενο παιχνίδι συνωμοσιών.

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ είχε βρει σταθερό αποκούμπι σε αυτή την εύπεπτη ρητορική. Εχοντας «παλινορθώσει» την ΕΡΤ, έδινε τον τόνο της αντίληψής της για τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόταν τα ΜΜΕ. Υποταγή, κολακεία, ευθυγράμμιση με την κυβερνητική γραμμή: η στρατηγική της προπαγάνδας. Ολα αυτά, σε έναν υδροκέφαλο οργανισμό όπως η κρατική τηλεόραση, εξόδοις των κορόιδων –των ελλήνων φορολογουμένων.

Ωστόσο, η μεθόδευση για την αλλαγή του τηλεοπτικού τοπίου και, ιδίως, η παράκαμψη του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, της ανεξάρτητης Αρχής που ρυθμίζει τα ζητήματα του δημόσιου αγαθού της ενημέρωσης, από πολύ νωρίς τροφοδότησαν αντιδράσεις. Στη Βουλή, ορισμένες από αυτές πήραν διαστάσεις χιονοστιβάδας. Η κυβέρνηση ωστόσο τις παρέκαμψε, αναλαμβάνοντας αυτή τον ρόλο του ρυθμιστή και κωφεύοντας στις ενστάσεις της αντιπολίτευσης που έλεγε ότι αν δεν γίνεται δυνατόν να εκλεγεί νέο ΕΣΡ, παρατείνεται η θητεία του παλαιού. Ψιλά γράμματα. Η κυβέρνηση είχε αποφασίσει να προχωρήσει επιδιώκοντας τον όσο το δυνατόν μεγαλύτερο έλεγχο της ενημέρωσης. Προς τούτο μάλιστα επαναλάμβανε μονότονα την ίδια καραμέλα: είναι πολιτική μας επιλογή «να πατάξουμε τη διαπλοκή». Και προχώρησε ακάθεκτη.

Εξαλείφοντας την ενοχλητική κριτική

Η κρατική ραδιοτηλεόραση είναι το βασικό φέουδο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ 1 και 2. Κομματικός βραχίων πληρωμένος με τα λεφτά των ελλήνων φορολογουμένων, εχθρά του πολιτισμού, ανελλήνιστη, απερίγραπτη. Και πολύ σοβαροφανής –ενώ όλο το κόνσεπτ θα μπορούσε να διασωθεί αν υπήρχε συνείδηση ότι πρόκειται για κωμωδία.

Αλλά, προφανώς, δεν φτάνει. Εξού και η μεθόδευση για τις τηλεοπτικές άδειες, τέσσερις όλες κι όλες, σε μια προσπάθεια διαμόρφωσης ευνοϊκότερου τοπίου για την κυβέρνηση στα ΜΜΕ. Τα οποία όλο και πιο συχνά την ενοχλούν στην κριτική τους και στις αποκαλύψεις τους.

Η μεθόδευση της κυβέρνησης για την επιβολή ελεγχόμενου τοπίου στα ΜΜΕ αρχίζει με τον συνήθη τρόπο πολιτικής: τη μανιχαϊστική διαίρεση «ή εμείς ή αυτοί». Η κυβέρνηση χωρίζει τα ΜΜΕ σε καλά και κακά. Καλά είναι όσα λατρεύουν τις κυβερνητικές επιλογές και περιορίζονται στη μεταφορά της «γραμμής» ή, έστω, και των λοιπών ιδεολογικών τάσεων εντός της κυβέρνησης. Είναι σύνηθες, οι προσκεκλημένοι σε εκπομπές που τους ξεβολεύουν, να διαμαρτύρονται είτε στον αέρα είτε στις ιδιοκτησίες ή στις διευθύνσεις των ΜΜΕ ότι συντάκτες τους δεν είναι αμερόληπτοι. Επελέγη μέχρι και η μέθοδος του μποϊκοτάζ καναλιών ή δημοσιογράφων!

Η άλλη μεθόδευση είναι αποτελεσματικότερη –και γενικώς είναι η συνολικότερη μεθόδευση του κρατισμού. Υποτίθεται ότι ξεκινάει από την ανάγκη εξουδετέρωσης των λεγόμενων «διαπλεκόμενων συμφερόντων» (εναντίον των οποίων έχουν ξιφουλκήσει κατά καιρούς σχεδόν όλες οι κυβερνήσεις, αλλά η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ το έκανε πιο μεθοδευμένα και πιο οργανωμένα).

Η μεθόδευση αυτή ανήκει σε μεγάλο βαθμό στον υπουργό Επικρατείας, Νίκο Παππά. Μετά το άνοιγμα της γραφειοκρατικά τεράστιας και προπαγανδιστικής ΕΡΤ, το δεξί χέρι του Πρωθυπουργού ήταν εμφανές ότι θα επιχειρούσε να ελέγξει τους ιδιωτικούς σταθμούς, μέσω της αδειοδότησής τους. Ο έλεγχος αυτός αφορά και τον αριθμό εργαζομένων σε αυτά, και τη διεκδίκηση συγκεκριμένων ζωνών ποιότητας (όπως λέει συχνά ο υπουργός) και, κυρίως, υποτίθεται ότι, στο όνομα της ανάγκης να επιβληθεί τάξη στο φάσμα εκπομπών, οι δημόσιες συχνότητες δεν θα εκχωρούνται άνευ όρων στα «διαπλεκόμενα συμφέροντα».

Και τα τρία αυτά συστατικά τού υπό κυοφορία νομοσχεδίου είναι διαβλητά. Υποχρέωση ελάχιστου αριθμού εργαζομένων σε κάθε είδους επιχείρηση, σε συνθήκες ελεύθερης αγοράς, δεν μπορεί να νοηθεί –και όπως έχει γίνει γνωστό από κόμματα της αντιπολίτευσης αλλά και από ενδιαφερομένους, θα προσβληθεί στα ευρωπαϊκά όργανα. Η έννοια της ποιότητας είναι ιδιαιτέρως γενική –και πάντως το παράδειγμα της ανελλήνιστης και προπαγανδιστικής ΕΡΤ αποδεικνύει ότι δεν φτάνει να βαφτίσεις ποιοτικό ένα πρόγραμμα για να γίνει κιόλας. Τέλος, οι συχνότητες εκπομπής προγράμματος, την εποχή της ψηφιακής τηλεόρασης, όλοι ισχυρίζονται ότι είναι πολύ περισσότερες από τέσσερις –έστω κι αν ο Παππάς κατά καιρούς τονίζει ότι μέρος του φάσματος παραχωρείται στις εταιρείες κινητής τηλεφωνίας.

Προσήλωση στην ποιότητα!

Την περασμένη Πέμπτη, μιλώντας στην κρατική τηλεόραση και στον δημοσιογράφο Πάνο Χαρίτο, ο Νίκος Παππάς είχε την ευκαιρία να επαναλάβει τις κυβερνητικές θέσεις. Τα όποια προβλήματα στη δημοπρασία των συχνοτήτων θα λυθούν εντός των επόμενων ημερών, έως τα τέλη Αυγούστου θα έχουμε νέο τοπίο στη ραδιοτηλεοπτική αγορά. Επιμένουμε στις τέσσερις άδειες –και ο λόγος είναι ότι το σήμα των καναλιών πρέπει να είναι υψηλής ευκρίνειας: δεν φτιάχνουμε ασπρόμαυρα κανάλια, είπε ο υπουργός. Κανείς δεν του ανταπάντησε ότι η Τουρκία του Ερντογάν, ο οποίος ανακοίνωσε πως κλείνει 16 κανάλια, δεν είχε ασπρόμαυρη τηλεόραση (προφανώς το φάσμα των Τούρκων είναι μεγαλύτερο!). Υπεραμύνθηκε της κυβερνητικής ρύθμισης στην τηλεοπτική αγορά της διαφήμισης. Είπε επίσης ότι οι θέσεις εργασίας που θα χαθούν από κανάλια τα οποία ενδεχομένως κλείσουν δεν είναι σοβαρό πρόβλημα, επειδή οι εργαζόμενοι θα απορροφηθούν στα καινούργια που θα δημιουργηθούν. Τέλος, είπε ότι στα κριτήρια για την αδειοδότηση θα μετρήσουν το ότι τα υποψήφια κανάλια θα κάνουν δικές τους παραγωγές, και όχι μόνο ειδησεογραφικού προγράμματος, αλλά και η προσήλωσή τους στην ποιότητα! Στην ποιότητα –ο πολιτικός προϊστάμενος της ΕΡΤ!

Στις θέσεις αυτές της κυβέρνησης έχει αντιταχθεί συστηματικά η ευρωπαϊστική αντιπολίτευση, η ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ, Το Ποτάμι. Ολοι μιλούν για αμφίβολης νομιμότητας μεθοδεύσεις ελέγχου της πληροφορίας και για τη δημιουργία τετελεσμένων γεγονότων. Και όλοι προσδοκούν την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο έχει κληθεί να απαντήσει αν όντως είναι σύμφωνη με τους κανόνες του Συντάγματος η κυβερνητική μεθόδευση.

Ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ Ανδρέας Λοβέρδος επισήμαινε σε ραδιοφωνική συνέντευξή του ότι, αν και φαίνεται ότι το τοπίο θα ρυθμιστεί, στην ουσία η αταξία θα συνεχίσει να μαστίζει για πολύ καιρό τον χώρο της ανεξάρτητης ενημέρωσης. Εκτός της αναμενόμενης απόφασης του ΣτΕ, ο Λοβέρδος τονίζει και την ευρωπαϊκή παράμετρο. Κατά τη γνώμη του, υπάρχει σοβαρό πρόβλημα εναρμόνισης με τα ευρωπαϊκά ειωθότα. Παραπέμπει μάλιστα στην αλληλογραφία του ελληνικού κράτους με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, «που παρακολουθεί τη διαδικασία της δίωξης της Ελλάδας για παραβίαση του Ενωσιακού Δικαίου». Εν προκειμένω, τονίζει ο Λοβέρδος, η Κομισιόν επικαλείται δύο οδηγίες «που καθορίζουν ότι πρέπει κάθε κράτος από τα 28 να αξιοποιεί όλη τη διαθέσιμη τεχνολογία, προκειμένου να εξασφαλίζει όσες περισσότερες άδειες μπορεί, για χάρη της πολυφωνίας». Ολα αυτά περιέχονται στην επιστολή Ετινγκερ που έλαβε η ελληνική κυβέρνηση, μια επιστολή την οποία επιχειρεί να υποβαθμίσει, ενώ ο ευρωπαίος επίτροπος έχει θέσει στην Ελλάδα προθεσμία έως τις 14 Αυγούστου να δώσει ρητές απαντήσεις.

Η αλήθεια είναι πως αν η χώρα καταδικαστεί ότι κακώς παραβίασε το Δίκαιο της ΕΕ και έδωσε λιγότερες άδειες από αυτές που όφειλε, ο διαγωνισμός θα μείνει στον αέρα. Κι αν ήδη έχουν δοθεί οι τέσσερις άδειες, θα προκληθεί νέα αταξία. Οι τέσσερις επιχειρηματικοί όμιλοι που θα έχουν πλειοδοτήσει και θα περιμένουν να λάβουν τη μερίδα του λέοντος της διαφημιστικής πίτας, θα βρεθούν σε μειονεκτική θέση επειδή αν προστεθούν και άλλα κανάλια στην αγορά η επένδυσή τους θα έχει απαξιωθεί ήδη. Αρκεί στον υπουργό, στον Πρωθυπουργό, στην κυβέρνηση ότι θα έχει πλήξει το υπάρχον τοπίο της ενημέρωσης; Και πώς θα διαχειριστεί τη νέα αταξία;

Η ουσία πάντως είναι μία: η κυβέρνηση Τσίπρα φοβάται τα ΜΜΕ και τις ελεύθερες φωνές. Αλλά φιμώνεται η ελευθερία με αίολους νόμους, μεθοδεύσεις και κλείσιμο μέσων ενημέρωσης; Στην αυταρχική Τουρκία προφανώς. Αλλά και στην ευρωπαϊκή Ελλάδα;

ΕΡΤ: η φωνή της προπαγάνδας

Ολοι θυμούνται την ιδιότυπη ανάκριση από την τέως πρόεδρο της Βουλής, Ζωή Κωνσταντοπούλου, στους υπευθύνους για τη διοίκηση της νέας ΕΡΤ. Ολοι επίσης θυμούνται τη μαγική φράση: «Εσείς πού ήσασταν όταν έπεσε το μαύρο;». Το θέμα είναι ότι όταν αποχώρησε από το προσκήνιο της εξουσίας η Κωνσταντοπούλου, ξεχάστηκαν και εκείνη και ο αγώνας της από όσους βρήκαν πόρτα και μπήκαν. Και η ΕΡΤ έμεινε ένα ιδιότυπο κανάλι υψηλού κόστους (τόσο υψηλού ώστε τα ιδιωτικά τα οποία την ανταγωνίζονται να μην μπορούν να διανοηθούν τους πόρους που διαθέτει), ένα κανάλι παραδομένο σε κομματικούς στο όνομα της επανάστασης και σε ανελλήνιστους στο όνομα της άρνησης της αριστείας.

Οι άνθρωποι που διοίκησαν και συνεχίζουν να διοικούν τη νέα ΕΡΤ, και οι περισσότεροι με εκπομπές, είχαν κάνει αντίσταση στο μαύρο του Σαμαρά από τη λεγόμενη ΕΡΤ Οpen. Η κεντρική γραμμή είναι κάτι νεφελώδεις αριστερισμοί τύπου «να κάνουμε κοινωνική πολιτική» και «πρώτα ο άνθρωπος». Είναι το κανάλι στο οποίο εκφράζεται χωρίς πρόβλημα η αγωνία «τι θα συμβεί τώρα που η Βρετανία φεύγει από το ευρώ;» (η Βρετανία! από το ευρώ!), το κανάλι όπου στην τζιχαντική τρομοκρατία δίνει έμφαση σε απόψεις τύπου «και οι Ευρωπαίοι όμως υπήρξαν αποικιοκράτες» ή «μη λησμονούμε τη βία του νεοφιλελευθερισμού» κ.λπ.

Μη λησμονούμε επίσης ότι στις διάφορες ζώνες του τηλεοπτικού προγράμματος της ΕΡΤ ενδημούν φοβερές προσωπικότητες. Ο παρουσιαστής, π.χ., που είχε υποδεχθεί τον Αλέξη Τσίπρα συγχαίροντάς τον επειδή τον είχε προσέξει σε μια συγκέντρωσή του. Ή ο πρώην πολεμικός ανταποκριτής των βραδινών ειδήσεων ο οποίος στο παρελθόν ερωτηθείς αν του τηλεφωνούν πολιτικοί για να παρέμβουν απαντά ότι ναι, «αλλά ευτυχώς γιατί χαίρονται με τον τρόπο που το χειρίζομαι» –και ο οποίος την περασμένη Πέμπτη το βράδυ έλαβε τα εύσημα από τον υπουργό Επικρατείας Νίκο Παππά διότι του έκανε σκληρές ερωτήσεις (χάρη στις οποίες ο Παππάς επανέλαβε το κομματικό ποίημα, της κυβέρνησης που ανέδειξαν οι εκλογές του περασμένου Σεπτεμβρίου, η οποία αφού ανέλαβε εκ νέου τη διακυβέρνηση είναι τέρας συνεπείας κ.λπ.).

Μαθητευόμενος Ερντογάν

Ο Τύπος είναι, πάντα ήταν, ο βασικός εχθρός των αυταρχικών καθεστώτων. Δεν είναι τυχαίο ότι αυταρχική λύση επέλεξε και ο τούρκος πρόεδρος Ερντογάν μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα εναντίον του. Με προεδρικό διάταγμα, η τουρκική κυβέρνηση έκλεισε ήδη τρία πρακτορεία ειδήσεων, 16 τηλεοπτικά κανάλια, 45 εφημερίδες από τις οποίες οι εννέα εθνικής εμβέλειας (ανάμεσά τους η υψηλής επιρροής «Ζαμάν» και η αγγλική έκδοσή της), 23 ραδιοφωνικούς σταθμούς, 15 περιοδικά (ανάμεσά τους και το τουρκικό «Σαρλί Επντό», το σατιρικό «Λε Μαν») και 29 εκδοτικούς οίκους.

Ειδικά για τη «Ζαμάν», χρειάζεται να σημειωθεί ότι έχουν εκδοθεί 47 εντάλματα σύλληψης κατά 47 δημοσιογράφων της, ήδη μάλιστα προσήχθησαν δύο πολύ γνωστοί αρθρογράφοι, ο Αλί Μπουλάτς και ο Μουμτζαζέρ Τούρκονε.

Θα ήθελε κανείς στην ελληνική κυβέρνηση να γίνει μαθητευόμενος Ερντογάν;

Η απώλεια θέσεων εργασίας στον Τύπο

Η υποτίθεται φιλολαϊκή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, στην προσπάθειά της να χειραγωγήσει τον Τύπο, αδιαφορεί απολύτως για τις απώλειες θέσεων εργασίας –που υποτίθεται ότι είναι το πολιτικό φετίχ της. Οι συνδικαλιστικές μεθοδεύσεις της στο παρελθόν, η αδυναμία των συνδικαλιστικών εκπροσώπων να απαντήσουν στα πιεστικά ζητήματα του Τύπου και η καθεστωτική αντίληψη περί δημοσιογραφίας από την οποία εμφορούνται πολλοί συνδικαλιστές πέριξ του ΣΥΡΙΖΑ συνέβαλαν στο να χαθούν χιλιάδες θέσεις εργασίας, από το κλείσιμο της «Ελευθεροτυπίας», του τηλεοπτικού Alter και πολλών μικρότερων μέσων.

Η νέα επίθεση στα κανάλια (το Mega είναι διακεκριμένος στόχος, όχι μόνο επειδή είναι διακριτό το πολιτικό στίγμα του αλλά και για συμβολικούς λόγους) αλλά και στις επιχειρήσεις Τύπου απειλεί να αυξήσει τα δελτία ανεργίας που συντηρεί η ΕΣΗΕΑ και οι λοιπές ενώσεις εργατών Τύπου, ενώ είναι γνωστό ότι στον δημοσιογραφικό κλάδο ανθούν η απλήρωτη εργασία και η λογοκλοπή (ιδίως στο Διαδίκτυο). Αν σκεφτεί κανείς ότι ο Τύπος βρίσκεται ουσιαστικά υπό διωγμό, σε μια εποχή κρίσης, και οι επενδυτές του κατηγορούνται συχνά ως προνομιακοί δανειολήπτες, ακόμα και αν εξυπηρετούν κανονικά τα δάνειά τους, έστω και αν τα έχουν εγγυηθεί ακόμα και με προσωπική περιουσία, όλα αυτά είναι ψιλά γράμματα για την κυβέρνηση –που συνεχίζει να αντιμετωπίζει τον Τύπο ως καλό και κακό, αναλόγως αν συμμερίζεται ή όχι τις πολιτικές της.