Ολες οι χώρες, αδιακρίτως των πολιτικών και οικονομικών συστημάτων οργάνωσής τους, αποσκοπούν στην εύρυθμη λειτουργία του επικοινωνιακού τους πεδίου και, παράλληλα, προβαίνουν σε συγκρίσεις με άλλες χώρες τόσο των επιλογών τους όσο και του τρόπου εφαρμογής τους. Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, όπως όλοι γνωρίζουν, ο τομέας των επικοινωνιών σχεδόν σε όλες τις χώρες έχει υποστεί μεταβολή και επαναξιολόγηση. Είτε πρόκειται για απορρύθμιση είτε για ιδιωτικοποίηση ή αναδιάταξη, η αλλαγή είναι εμφανής παντού. Καθίσταται επίσης εμφανές ότι ο τομέας των επικοινωνιών συνδέεται πολύ στενά με την πολιτική συγκυρία, τις τεχνολογικές εξελίξεις και την κατάσταση της οικονομίας.

Στην πράξη οι νέες δυνατότητες που προσφέρουν οι εξελίξεις στο πεδίο της τεχνολογίας της επικοινωνίας και η σύγκλιση των μέσων επικοινωνίας έχουν οδηγήσει πολλές χώρες να αναθεωρήσουν τις απόψεις τους σε ό,τι αφορά τη χρήση, την ανάπτυξη και τη διανομή των επικοινωνιακών τους πόρων και συστημάτων. Στην ουσία, η επικοινωνιακή πολιτική επηρεάζεται από την πολιτική συγκυρία που συχνά ακυρώνει τη διάκριση ανάμεσα στα μέσα και στους σκοπούς. Και τούτο διότι το πρόβλημα της σύγχρονης πολιτικής είναι ότι οι αποφάσεις, οι δράσεις ή τα έργα δεν αποφέρουν πλέον τα επιθυμητά αποτελέσματα. Γι’ αυτό και δεν έχει νόημα να επιλέγονται στόχοι που δύσκολα μπορεί να πραγματοποιηθούν, άσχετα αν είναι ορθοί και ίσως ευπρόσδεκτοι.

Η περίπτωση της αδειοδότησης των τηλεοπτικών σταθμών είναι χαρακτηριστική. Καθώς επί 27 χρόνια οι εγχώριοι σταθμοί λειτουργούσαν σε καθεστώς ημινομιμότητας και διαρκούς εκκρεμότητας, προσφέροντας άμεσα και έμμεσα χιλιάδες θέσεις εργασίας, πληρώνοντας φόρους και ασφαλιστικές εισφορές και επενδύοντας στην εγχώρια οπτικοακουστική παραγωγή, τώρα καλούνται να λειτουργήσουν σε ένα νέο καθεστώς και σε νέες συνθήκες. Ποιος ευνοείται από αυτό; Προφανώς όποιος θα προσφέρει το μεγαλύτερο τίμημα. Μα τόσα χρόνια δεν κατηγορούσαμε την Πολιτεία και τα κανάλια ότι η τηλεόραση λόγω της κοινωνικής εμβέλειας δεν μπορεί να λειτουργεί με τη λογική της πλειοδοσίας; Από την εποχή που ο νόμος ήταν νομοσχέδιο υπό διαβούλευση επισημαίναμε από αυτή τη σελίδα ότι κακώς δεν προβλέπεται η μοριοδότηση στην παλαιότητα και εμπειρία μιας επιχείρησης. Υπό αυτή την έννοια, μια επιχείρηση που έχει επενδύσει τα τελευταία 25 χρόνια στο ελληνικό τηλεοπτικό πεδίο και εργοδοτεί εκατοντάδες ανθρώπους, πρέπει να τίθεται στην ίδια μοίρα με τους τυχόν αλεξιπτωτιστές; Πολιτικός μάλιστα της συμπολίτευσης αναφέρθηκε πρόσφατα σε επίδοξους «Εσκομπάρ καναλάρχες»! Και τι θα γίνουν αυτοί που ήδη εργάζονται σε αυτό τον τηλεοπτικό σταθμό; Για να μην αναφέρουμε τα χρέη που θα αφήσουν.

Ετσι η αδειοδότηση, όσο σωστή ως πολιτική κι αν είναι, κινδυνεύει να συνδεθεί σχεδόν εξ ολοκλήρου με τη στοχοποίηση ενός τηλεοπτικού σταθμού και την προώθηση αμφιλεγόμενων αναδυόμενων καναλαρχών και νέων τζακιών. Είναι γνωστό ότι η απομάγευση της Μεταπολίτευσης συντελέστηκε με οδυνηρό και βίαιο τρόπο, χωρίς ακόμη ελπιδοφόρο αποτέλεσμα και νέο προσανατολισμό. Θα ήταν ευκταίο να μη γίνει με τον ίδιο τρόπο η απομάγευση της ιδιωτικής τηλεόρασης, τουλάχιστον όπως τη γνωρίζαμε μέχρι σήμερα, όπως έγινε με το ακαταλαβίστικο, παρορμητικό και σε τελική ανάλυση, αναποτελεσματικό κλείσιμο της τότε ΕΡΤ. Λύση ακόμη και σήμερα υπάρχει. Και αυτή είναι η επανενεργοποίηση σε πλήρη σύνθεση του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, του μόνου αρμόδιου με βάση το Σύνταγμα να εξετάσει και να χορηγήσει τις τηλεοπτικές και αργότερα ραδιοφωνικές άδειες, χωρίς φόβο και πάθος.