Ανεξάρτητα από το αν θα πραγματοποιηθεί τελικά η έξοδος της Βρετανίας (Brexit) από την Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ) –και υπάρχουν ενδείξεις ότι ενδεχομένως να μην πραγματοποιηθεί τυπικά/θεσμικά/νομικά με την ενεργοποίηση του σχετικού άρθρου της Συνθήκης (άρθρο 50 Συνθήκης της Λισαβόνας) –η έκβαση του δημοψηφίσματος της 23ης Ιουνίου υπέρ της εξόδου (έστω με την ισχνή πλειοψηφία του 51,9%) δημιουργεί μια εντελώς νέα πραγματικότητα για την Ευρωπαϊκή Ενωση. Η Ενωση δεν θα είναι πλέον ίδια. Δεν θα διαλυθεί όπως θέλουν ή φαντασιώνονται ορισμένοι εντός και εκτός ΕΕ, αλλά και δεν θα προχωρήσει από εδώ και πέρα ως ενιαία συλλογική οντότητα των είκοσι επτά (ή είκοσι οκτώ κρατών) μελών. Θα προχωρήσει με νέα ευέλικτα ενοποιητικά σχήματα περιορισμένης συμμετοχής ορισμένων κρατών-μελών «που θέλουν και μπορούν» («συνασπισμός επιθυμούντων») να σηκώσουν τις συνέπειες της βαθύτερης ενοποίησης. Οι υπουργοί Εξωτερικών Γαλλίας Ζαν-Μαρκ Ερό και Γερμανίας Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάγερ στην κοινή τους εννεασέλιδη πρόταση που παρουσίασαν προχθές στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο με τον τίτλο «Μια ισχυρή Ευρώπη σε έναν κόσμο με αβεβαιότητες» τονίζουν ακριβώς αυτό, δηλαδή ότι ενώ η Ευρωπαϊκή Ενωση «είναι περισσότερο αναγκαία από ποτέ, θα πρέπει να προχωρήσουμε με νέους ενοποιητικούς τρόπους και σχήματα που θα ανταποκρίνονται στα διαφορετικά επίπεδα φιλοδοξιών για την ενοποίηση που έχουν τα συμμετέχοντα κράτη-μέλη».

Από ιστορική άποψη, η ιδέα ότι κάποιες χώρες-μέλη προχωρούν με μεγαλύτερη ταχύτητα και κάποιες παραμένουν πίσω ή εντελώς εκτός διαδικασίας εθεωρείτο ανάθεμα, ενάντια στην ενοποιητική ορθοδοξία, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980. Τότε μόνο χρονικά περιορισμένες αποκλίσεις (derogations) ήταν νοητές και αποδεκτές. Τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν από τη διαπραγμάτευση της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ενωσης (Συνθήκη Μάαστριχτ 1991 – 1992) και επιταχύνθηκαν με τις διαδοχικές διευρύνσεις της Ενωσης με νέα κράτη-μέλη (σκανδιναβικές χώρες, χώρες Ανατολικής Ευρώπης, Μεσογείου, κ.λπ.). Στο πλαίσιο της Συνθήκης του Μάαστριχτ δύο χώρες, Βρετανία και Δανία, πέτυχαν να εξαιρεθούν πλήρως (opting out) από τη συμμετοχή τους στην οικονομική και νομισματική ένωση (ΟΝΕ). Με τον τρόπο αυτό έσπασε πρώτη φορά η ενότητα της ενοποιητικής λογικής. Οταν τον Ιούνιο του 1992 η Δανία καταψήφισε σε δημοψήφισμα τη Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, επιδίωξε και έλαβε και την πρόσθετη εξαίρεση από δραστηριότητες της αμυντικής ολοκλήρωσης προκειμένου να ξαναψηφίσει υπέρ της Συνθήκης, όπως και έγινε.

Η διατύπωση

των προτάσεων

Παράλληλα άρχισε και η διατύπωση ιδεών, προτάσεων και σχημάτων για το πώς θα μπορούσε η Ενωση να προχωρήσει σε βαθύτερες μορφές ενοποίησης χωρίς τη σύμπραξη όλων. Η πλέον γνωστή πρόταση προήλθε από τους Σόιμπλε και Λαμέρς που στο γνωστό τους paper το 1994 διατύπωσαν με συγκεκριμένο τρόπο την ιδέα για την «Ευρώπη των δύο ταχυτήτων» (two speed Europe), δηλαδή την ιδέα ότι κάποιες χώρες-μέλη μπορούν να προχωρήσουν ταχύτερα στην ενοποίηση και κάποιες άλλες να ακολουθήσουν αργότερα. Αλλά, πάντως, θα ακολουθήσουν. Καμιά δεν θα μείνει εκτός. Με αφετηρία την πρόταση αυτή άρχισαν να διατυπώνονται ιδέες για μορφές «διαφοροποιημένης ολοκλήρωσης» (differentiated integration) όπως των «ομόκεντρων κύκλων», της «μεταβλητής γεωμετρίας» (variable geometry –γαλλική ιδέα του Φρανσουά Μιτεράν), της «ευέλικτης ολοκλήρωσης» (flexible integration), των «δύο στρωμάτων» (two tier) κ.λπ. Η Συνθήκη του Αμστερνταμ (1997) υπήρξε η πρώτη που θεσμοποίησε τη δυνατότητα για κάποιες χώρες να προχωρήσουν ταχύτερα σε ενοποιητικά σχήματα μέσα από τη λεγόμενη «ενισχυμένη συνεργασία» (reinforced cooperation). Οι επόμενες συνθήκες, Νίκαιας (2000) και Λισαβόνας (2007 – 2009), διηύρυναν το πεδίο της συνεργασίας αυτής παρότι δεν έγινε εκτεταμένη χρήση της μέχρι σήμερα τουλάχιστον.

Ωστόσο η ίδια η ενωσιακή πραγματικότητα μετά τη διεύρυνση σε είκοσι οκτώ (28) κράτη-μέλη επέβαλε κατά κάποιο τρόπο την ΕΕ των «πολλαπλών ενοποιητικών στρωμάτων». Ετσι σήμερα έχουμε μια ομάδα δεκαεννέα κρατών-μελών που συμμετέχουν στην ευρωζώνη (ΟΝΕ), μια άλλη ομάδα είκοσι έξι, μεταξύ των οποίων και μη μέλη της Ενωσης (π.χ. Νορβηγία) που συμμετέχουν στη ζώνη Σένγκεν για την ελεύθερη διακίνηση προσώπων (η Βρετανία δεν συμμετέχει και στις δύο διαδικασίες), κάποιες άλλες συμμετέχουν σε διαδικασίες αμυντικής ολοκλήρωσης, κάποιες άλλες όχι κ.λπ. Πάντως σε όλες αυτές τις περιπτώσεις δεν υπάρχει αποκλεισμός χώρας-μέλους από θεσμικά όργανα της ΕΕ (με την εξαίρεση του Eurogroup που όμως είναι άτυπη συνάντηση υπουργών της ευρωζώνης).

Τα τέσσερα

σχήματα

Από εδώ και πέρα, όμως, μετά το βρετανικό δημοψήφισμα και τις ενδεχόμενες απομιμήσεις του από άλλες χώρες-μέλη όπου ευρωσκεπτικιστικές, εθνολαϊκιστικές δυνάμεις πιέζουν για παρεμφερή δημοψηφίσματα (Γαλλία, Ιταλία, Ολλανδία, Ουγγαρία, Δανία κ.λπ.) τα πράγματα θα πάρουν άλλη τροπή. Οι διαφοροποιημένες ευέλικτες μορφές ενοποίησης θα πολλαπλασιαστούν (και πιθανότατα θα θεσμοποιηθούν σε ευρύτερη βάση με αλλαγές στη Συνθήκη), παρότι ο πρωταρχικός στόχος της επίτευξης υψηλότερης ενότητας ανάμεσα στις χώρες-μέλη θα διατηρηθεί. Είναι ενδιαφέρον ότι για την ενότητα αυτή ενδιαφέρεται κυρίως η Γερμανία πρωτίστως για γεωπολιτικούς λόγους. Ορισμένες δεξαμενές σκέψης επιχειρούν επίσης να επεξεργαστούν σχήματα (Νέο Ευρωπαϊκό Συμβόλαιο, Νέο Σύμφωνο κ.λπ.) που θα επιτρέψουν σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο αριθμό κρατών, αν όχι στο σύνολο, να συμμετάσχει.

Ποια είναι λοιπόν τα νέα ενοποιητικά σχήματα που εξετάζονται για το μέλλον;

1. Η Ευρώπη των ιδρυτικών κρατών-μελών

Η ιδέα οι έξι ιδρυτικές χώρες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Βέλγιο, Ολλανδία, Λουξεμβούργο) να αποτελέσουν τον νέο κεντρικό πυρήνα της μελλοντικής Ενωσης εμφανίζεται ιδιαίτερα ελκυστική. Ηδη τους τελευταίους μήνες οι χώρες αυτές έχουν πραγματοποιήσει χωριστές συναντήσεις στη Ρώμη και στο Βερολίνο και έχουν εξετάσει προτάσεις για βαθύτερη ενοποίηση. Το εγχείρημα όμως δεν είναι και τόσο εύκολο. Πρώτον, γιατί όλες αυτές οι χώρες (με εξαίρεση ίσως το Λουξεμβούργο και εν μέρει τη Γερμανία) έχουν ισχυρές ευρωσκεπτικιστικές, λαϊκιστικές δυνάμεις που όχι μόνο δεν στοχεύουν σε βαθύτερη ενοποίηση αλλά ακριβώς το αντίθετο, έξοδο από την ευρωζώνη ή και από την ίδια την ΕΕ. Τον επόμενο χρόνο κατά τον οποίο θα διενεργηθούν εκλογές ή δημοψηφίσματα σε σειρά χωρών (Ιταλία, Γαλλία, Γερμανία κ.ά.), όλα τα ενδεχόμενα είναι πιθανά. Επιπλέον, όσο ελκυστική κι αν εμφανίζεται η ιδέα της Ευρώπης των έξι ιδρυτικών χωρών, άλλο τόσο επικίνδυνη είναι για τη συνοχή της Ευρώπης. Οι (πρώην) ανατολικογερμανικές χώρες που εκπέμπουν στο ευρωσκεπτικιστικό μήκος κύματος (Πολωνία, Ουγγαρία κ.ά.) είναι έτοιμες να επαναστατήσουν.

2. Η ευρωζώνη ως πολιτική Ενωση

Η ιδέα οι χώρες-μέλη του κοινού νομίσματος, ευρώ, της ευρωζώνης (19 σήμερα) να προχωρήσουν σε βαθύτερη οικονομική, δημοσιονομική και τελικά πολιτική ενοποίηση εμφανίζεται συγκριτικά περισσότερο ρεαλιστική αλλά όχι πλήρως απαλλαγμένη και από κινδύνους. Προτάσεις προς την κατεύθυνση αυτή υπάρχουν πολλές (ανάμεσά τους και η Εκθεση των Πέντε Προέδρων των οργάνων της Ενωσης). Στο τελευταίο κείμενό τους οι Ερό και Σταϊνμάγερ επανέρχονται στην ιδέα αυτή παρότι επισημαίνουν ότι «η εμβάθυνση της ευρωζώνης δεν θα προχωρήσει με ένα Big Bang αλλά με μια σταδιακή, εξελικτική διαδικασία που θα λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες για οικονομική ανάπτυξη και απασχόληση». Και βεβαίως στους κόλπους των δεκαεννέα της ευρωζώνης υπάρχουν ευδιάκριτα αποκλίνουσες απόψεις ως προς την τελική μορφή που θα πρέπει να λάβει η ΟΝΕ (κυρίως μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας, παρά τα όσα συνυπογράφουν οι δύο υπουργοί Εξωτερικών).

3. Η Ευρώπη της μόνιμης διαρθρωμένης συνεργασίας

Πρόκειται για ένα θεσμικό πλαίσιο συνεργασίας στον αμυντικό τομέα που προβλέπεται από τη Συνθήκη της Λισαβόνας και δεν έχει ενεργοποιηθεί μέχρι σήμερα. Τώρα όμως που προτεραιότητα δίνεται στην άμυνα προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι εξωτερικές και εσωτερικές απειλές για την ασφάλεια (αστάθεια, τρομοκρατία κ.λπ.) που φαίνεται να επηρεάζουν σημαντικά την (αρνητική) στάση των πολιτών απέναντι στην ΕΕ, προτείνεται σοβαρά η χρησιμοποίησή του. Ετσι χώρες που «πληρούν υψηλότερα κριτήρια στρατιωτικών δυνατοτήτων» θα προχωρήσουν στη θεσμοθέτηση μόνιμης συνεργασίας. Γαλλία και Γερμανία πρωτοστατούν εδώ και φαίνεται ότι θα συμπράξουν Ιταλία, Ισπανία και κάποιες άλλες χώρες-μέλη.

4. Η Ευρώπη της ενισχυμένης συνεργασίας

Θα στηριχτεί στην ευρύτερη αξιοποίηση της σχετικής ρήτρας της Συνθήκης της Λισαβόνας, σύμφωνα με την οποία τουλάχιστον εννέα χώρες-μέλη μπορούν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να προχωρήσουν σε βαθύτερη ενοποίηση σε τομείς πολιτικής αφήνοντας τους άλλους πίσω (που αν θελήσουν όμως μπορούν να συμμετάσχουν στο μέλλον). Πρόκειται ίσως για την πλέον ακίνδυνη και σχετικώς εύκολη θεσμοποιημένη μορφή διαφοροποιημένης ολοκλήρωσης.

Αυτά είναι τα βασικά σχήματα στο τραπέζι για τα θεσμικά κράτη-μέλη της ΕΕ (για τις ευρωπαϊκές χώρες μη μέλη υπάρχουν άλλες μορφές σύμπραξης με την ΕΕ, όπως ο Ευρωπαϊκός Οικονομικός Χώρος/Νορβηγία, το καθεστώς σύνδεσης/Τουρκία κ.ά.). Δεν αποκλείεται να προκύψουν και άλλα. Ορισμένοι διακινούν ριζοσπαστικές ιδέες όπως καθολική αναθεώρηση των Συνθηκών και θεσμοθέτηση «Ενωσης μέσα στην Ενωση». Δεν νομίζω ότι πρόκειται για ρεαλιστικές ιδέες άξιες σοβαρής συζήτησης. Αν επιχειρηθούν, το βέβαιο είναι ότι θα τινάξουν στον αέρα το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Ισως το πιο ρεαλιστικό σχήμα είναι αυτό της «κοινωνικής Ευρώπης, της ανάπτυξης και της ασφάλειας». Το σχήμα δηλαδή που θα επιτρέψει στην ΕΕ με τη σύμπραξη του μεγαλύτερου αριθμού χωρών-μελών να προωθήσει τις πολιτικές που θα οδηγήσουν σε ισχυρότερη οικονομική μεγέθυνση και απασχόληση αλλά και σε περισσότερη ασφάλεια για τον ευρωπαίο πολίτη. Οικονομική καχεξία και ανασφάλεια είναι οι κύριες πηγές του ευρωσκεπτικισμού μαζί με τη «θεσμική απομάκρυνση» της Ενωσης από την κοινωνία, κάτι που επιβάλλει περισσότερη ευρωπαϊκή δημοκρατία.

Η θέση της Ελλάδας

Ο κίνδυνος διολίσθησης έξω από ενοποιητικά σχήματα

Σε όλες αυτές τις διεργασίες το κεντρικό ερώτημα είναι πού θα βρεθεί η τραυματισμένη Ελλάδα. Να σημειώσουμε πως, παρότι η χώρα μας έχει περιέλθει σε «ειδικό καθεστώς ρυθμίσεων» στο πλαίσιο της ευρωζώνης κυρίως ως αποτέλεσμα του τρίτου Μνημονίου, θεσμικά ωστόσο τουλάχιστον εξακολουθεί να είναι μέρος όλων των ενοποιητικών σχημάτων (ευρωζώνη, Σένγκεν, μορφές αμυντικής ολοκλήρωσης κ.λπ.). Θα μπορέσει να διατηρήσει τη θέση αυτή; Πρέπει, έστω κι αν υψηλό ποσοστό πολιτών (71%, το υψηλότερο στην Ευρώπη) τείνει να αμφιβάλλει για την αξία της Ενωσης. Επιλογές άλλες για την Ελλάδα δεν υπάρχουν (οποιοσδήποτε παραλληλισμός με τη Βρετανία που επιχειρούν ορισμένοι ανεγκέφαλοι είναι επιεικώς αστείος). Ο κίνδυνος όμως να διολισθήσει έξω από ενοποιητικά σχήματα δεν είναι αμελητέος. Για να ακυρωθεί, τουλάχιστον δύο είναι οι βασικές προϋποθέσεις: (α) η Ελλάδα να εφαρμόσει το πρόγραμμα διάσωσης και να προωθήσει τις προοδευτικές μεταρρυθμίσεις που θα της επιτρέψουν να επανέλθει στην «ευρωπαϊκή κανονικότητα» ως αξιόπιστη χώρα και (β) να διαμορφώσει και προβάλει μια συνολική ευρωπαϊκή πολιτική. Η κυβέρνηση αναφέρεται (ορθώς) στην Ευρώπη της ανάπτυξης και της απασχόλησης, αλλά με κάθε ευκαιρία ενοχοποιεί την Ευρώπη για ό,τι κακό συμβαίνει στη χώρα, ενώ αποφεύγει επιμελώς να αναφερθεί στην πολιτική Ευρώπη, στην ανάγκη για βαθύτερη τελικά ενοποίηση σε δημοκρατικές βάσεις. Εμφανίζεται έτσι να μην έχει συνολική ευρωπαϊκή πολιτική και να μην ξέρει «τι Ευρώπη θέλει». Θα πρέπει να μάθει. Αμέσως.

Ο Παναγιώτης Κ. Ιωακειμίδης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών