«Γεννήθηκα στη Νάπολι, στις 31 Οκτωβρίου 1929 και σύντομα ανακάλυψα πως αγαπούσα το κολύμπι. Γράφτηκα λοιπόν σε κολυμβητήριο μόλις το 1936 –όλα όμως τελειώνουν το 1940 όταν οι βομβαρδισμοί των Συμμάχων καταστρέφουν ολοσχερώς το εργοστάσιο όπου εργαζόταν η οικογένειά μου. Ετσι, αναγκαζόμαστε να μετακομίσουμε στη Ρώμη όπου τα πράγματα ήταν πιο ασφαλή, χάρη φυσικά στην παρουσία του Πάπα. Χαρούμενος, επιστρέφω στο γυμνάσιο και ολοκληρώνω τις σπουδές μου το 1946. Στα 15 μου χρόνια νικώ όλους τους –μεγαλύτερους από εμένα –ανταγωνιστές μου στους κολυμβητικούς αγώνες του σχολείου και αμέσως μετά την αποφοίτησή μου γίνομαι δεκτός στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης, με βασικό μου ενδιαφέρον τη χημεία. Η ζωή μας όμως εξακολουθεί να είναι ανυπόφορη –ακόμα και στη Ρώμη.

Με βαριά καρδιά αναγκαζόμαστε να φύγουμε, αυτή τη φορά για τη Βραζιλία. Δουλειές υπάρχουν, κι εγώ αναλαμβάνω το πόστο ενός εργάτη σιδηροδρομικών γραμμών στο Ρίο ντε Ζανέιρο. Είναι δύσκολα, αλλά τουλάχιστον πληρώνομαι. Ανακαλύπτω τη σάμπα, τις παραλίες, τη χαρούμενη ζωή –είναι μια από τις πιο όμορφες φάσεις της ζωής μου. Ανακαλύπτω όμως πως δεν μπορώ να ζήσω μακριά από την Ιταλία και έπειτα από λίγα χρόνια επιστρέφω ξανά εκεί, “πιάνοντας” αυτή τη φορά τα Νομικά. Κυνηγώ ένα πτυχίο αλλά με κερδίζουν το κολύμπι και η πυγμαχία. Δεν χάνω κανέναν αγώνα.

Το 1949 είμαι ο ιταλός πρωταθλητής στην ελεύθερη κολύμβηση και το 1950 γίνομαι ο πρώτος Ιταλός που κολυμπά τα 100 μέτρα σε λιγότερο από ένα λεπτό. Γίνομαι μέλος της Λάτσιο στο πόλο και μέχρι το τέλος της κολυμβητικής μου καριέρας, το 1957, κερδίζω άλλα τέσσερα μετάλλια. Αναπόφευκτα, η δημοτικότητά μου με οδηγεί στον κινηματογράφο. Σε μικρός μόνο ρόλους. Και κάποια στιγμή, αποφασίζω να εγκαταλείψω τα πάντα και να αποτραβηχτώ στη Βενεζουέλα. Είχα ήδη κερδίσει αρκετά χρήματα. Θα μπορούσα να είχα ζήσει μια άνετη ζωή. Κι όμως, δεν αισθανόμουν καλά. Βρισκόμουν σε ένα σταυροδρόμι. Ολα αυτά αλλάζουν όταν γνωρίζω τη Μαρία, την οποία και ερωτεύομαι με την πρώτη ματιά. Αποφασίζουμε να παντρευτούμε, κι εγώ βρίσκομαι ξανά στην Ιταλία, γράφοντας και συνθέτοντας στίχους και μουσική για τη δισκογραφική εταιρεία RCA –κυρίως ναπολιτάνικα ποπ τραγουδάκια που ήταν το φόρτε μου. Εκεί, ένας γνωστός μου μού προτείνει έναν ρόλο σε ένα σπαγκέτι γουέστερν. “Τρελάθηκες;” του λέω. “Δεν ξέρω να ιππεύω, και επίσης δεν μιλώ αγγλικά!”. Δεν επιμένω όμως. Επρεπε να αποφασίσω εκείνη τη στιγμή για το πώς θα κοιτάζω τη ζωή μου: με δειλία ή με γενναιότητα. Και ήμουν τυχερός. Αν είχα ακούσει τον φόβο μου, θα είχα διαπράξει το μεγαλύτερο λάθος της ζωής μου. Εκπληκτος ανακαλύπτω πως το κοινό με αγκαλιάζει ξανά.

Ο Τέρενς Χιλ και εγώ έχουμε μόλις γνωριστεί κι όμως η χημεία μας γίνεται αμέσως φανερή στους κινηματογραφιστές που μας αγκαζάρουν για μια σειρά ταινιών. Μερικές από αυτές σπάνε τα ταμεία. Οχι μόνο στην Ιταλία, αλλά παγκοσμίως. Το ίδιο συμβαίνει και στις ταινίες όπου εμφανίζομαι μόνος, δίχως τον φίλο μου –τουλάχιστον μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80. Εκανα και πολλά πράγματα στην τηλεόραση, όμως έπειτα από κάποια ηλικία δεν μπορείς πια να δέρνεις πειστικά τον κόσμο μπροστά από μια κάμερα. Εχω γίνει πολύ αργός πλέον. Ετσι, επιστρέφω στην αγάπη μου για το γράψιμο».

Το παραπάνω μεγάλο απόσπασμα προέρχεται από την αυτοβιογραφία του Μπαντ Σπένσερ με τίτλο «Οταν θυμώνω –Η ζωή μου» που κυκλοφόρησε μονάχα στην ιταλική και τη γερμανική γλώσσα. Υπήρξε μάλιστα best seller και στις δύο χώρες για καιρό. Στην ελληνική βιβλιογραφία που αφορά το σινεμά δεν θα βρείτε σχεδόν λέξη για τις κινηματογραφικές περιπέτειες του Μπαντ Σπένσερ (εκτός από κάποιες αναφορές σε βιβλία του Δημήτρη Κολιοδήμου), όσοι όμως μεγάλωσαν σε μια κινηματογραφική αίθουσα τη δεκαετία του ’80 ξέρουν πολύ καλά πως ο ευτραφής Κάρλο Ποντορσόλι (όπως ήταν το πραγματικό του όνομα) δεν ήταν απλώς ένας παιδικός ήρωας, αλλά μια ισχυρή μορφή άμεσης και αδιαπραγμάτευτης δικαιοσύνης.

Μπορεί αυτές τις μέρες ο Στίβεν Σπίλμπεργκ να σπάει τα ταμεία με τον «Μεγάλο Φιλικό Γίγαντά» του, αλλά για εμάς, εκείνα τα χρόνια, οι Φιλικοί Γίγαντες δεν ήταν φτιαγμένοι από ψηφιακές κουκίδες, ούτε χρειάζονταν προϋπολογισμούς εκατομμυρίων δολαρίων για να μας εντυπωσιάσουν. Αρκούσε η παντοδύναμη φιγούρα του Μπαντ Σπένσερ, λίγο πείραγμα στην κάμερα (που φιλμάριζε τις σκηνές του ξύλου σε ελαχίστως πιο γρήγορη ταχύτητα για να παραπέμπουν στις αντίστοιχες στιγμές του ασπρόμαυρου κινηματογράφου –θυμηθείτε το δίδυμο Λόρελ και Χάρντι) και άφθονοι κακοί, έτοιμοι να εισπράξουν τις υπερφυσικές κατραπακιές τους.

Στην κηδεία του Μπαντ Σπένσερ, στη Ρώμη, την περασμένη Πέμπτη, η κυκλοφορία διεκόπη στους τριγύρω δρόμους. Εγινε, όπως λέγεται συχνά, λαϊκό προσκύνημα. Ενας από τους θρηνούντες ήταν ο Μπερνάντο Μπερτολούτσι, που ακολούθησε την πορεία μέχρι το τέλος, αγκομαχώντας σε ένα αναπηρικό καροτσάκι –μια εικόνα που παιζόταν ζωντανά στην Ιταλική Τηλεόραση. Ηταν ένα παράξενο είδος επιβράβευσης από τον εκπρόσωπο ενός κινηματογράφου που εκείνη την εποχή παρακολουθούσε το «φαινόμενο» των Σπένσερ και Χιλ με απόλυτη περιφρόνηση. Βλέπετε, οι καλλιτέχνες πεθαίνουν σαν καλλιτέχνες –και οι ήρωες πεθαίνουν σαν ήρωες.