Η απόφαση της εξόδου των Βρετανών από την Ευρωπαϊκή Ενωση αναμένεται να επηρεάσει τις συμπαραγωγές τόσο στη Βρετανία όσο και στην ΕΕ. Και καθώς όλοι στις συμπαραγωγές τους προτιμούσαν να έχουν τους Βρετανούς, λόγω γλώσσας κι ίσως με την προοπτική καλύτερης πορείας στη βορειοαμερικανική αγορά, η αποχώρηση της Βρετανίας αναμένεται να επηρεάσει αρνητικά την τηλεοπτική βιομηχανία της Γηραιάς Αλβιώνας στο επίπεδο της παραγωγής. Κι αυτό γιατί δεν θα χαθούν μόνο οι δυνατότητες να είναι οι Βρετανοί οι περιζήτητοι συνεταίροι, αλλά και γιατί θα χαθεί η δυνατότητα επιδοτήσεων με εκατομμύρια στερλίνες από τα ευρωπαϊκά προγράμματα, όπως το πρόγραμμα MEDIA.

Οι παραγωγοί το ομολογούν ήδη, όπως ο Μάικλ Ράιν, πρόεδρος της Ανεξάρτητης Συμμαχίας Κινηματογράφου και Τηλεόρασης, που σχολίασε ότι οι επιπτώσεις θα γίνουν αισθητές σε ολόκληρη τη βιομηχανία, αφού η παραγωγή οπτικοακουστικών προγραμμάτων είναι όχι μόνον πολύ δαπανηρή, αλλά και οικονομικά επικίνδυνη επιχείρηση. Η χρηματοδότηση της ΕΕ αποτελούσε ένα αντιστάθμισμα, το οποίο μετά την απόφαση εξόδου φαίνεται να χάνεται. Αρκεί και μόνον να αναφερθεί ότι από το πρόγραμμα MEDIA είχαν επενδύσει γύρω στα 160 εκατομμύρια ευρώ σε συμπαραγωγές με βρετανική παραγωγή μεταξύ 2007 και 2015. Η κατάσταση είναι ακόμη χειρότερη, καθώς λόγω της διεθνοποίησης της βρετανικής παραγωγής όπως η εκπαίδευση (άλλος ένας μεγάλος χαμένος του Brexit) συνέβαλε στη βρετανική οικονομία ποικιλοτρόπως. Εκτιμάται, για παράδειγμα, ότι η βρετανική παραγωγή στον δημιουργικό τομέα ανέρχεται στα 110 δισεκατομμύρια ευρώ και αυξάνεται με διπλάσιο ρυθμό από την ευρύτερη οικονομία. Για να καταλάβει κανείς τον αρνητικό αντίκτυπο για τη βρετανική οπτικοακουστική παραγωγή, αρκεί και μόνον να αναφερθεί ότι το 67% των βρετανών παραγωγών σύμφωνα με έρευνα της BrandInsight θεωρούσαν ότι η έξοδος θα ήταν καταστροφική για τον τομέα τους –η Ευρώπη άλλωστε είναι η μεγαλύτερη εξαγωγική αγορά της Βρετανίας στην οπτικοακουστική παραγωγή. Από την άλλη πλευρά, μια υποτιμημένη στερλίνα μπορεί να κάνει πιο ανταγωνιστική την ήδη ανταγωνιστική βρετανική παραγωγή, για παράδειγμα κατά 20% σε όλα τα επίπεδα.

Βεβαίως, όπως και στη διαφημιστική δαπάνη, οι συνέπειες δεν θα είναι άμεσες, ούτε οι εκατοντάδες παραγωγοί, επενδυτές και τηλεοπτικοί σταθμοί που εδρεύουν στη Βρετανία θα μετοικήσουν την επόμενη μέρα. Αλλά όπως και να το κάνει κανείς, ο συνδυασμός της Αγγλικής ως linguafranca στην παραγωγή και η μεγάλη αγορά και δυνατότητες που προσφέρει η ΕΕ είναι ένα σημαντικό ζήτημα. Πολλές εταιρείες που είναι ιδιοκτήτες διεθνών μέσων επικοινωνίας και ενημέρωσης έχουν την έδρα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεών τους στη Βρετανία για να επωφεληθούν από την ελευθερία διακίνησης αγαθών και υπηρεσιών της ΕΕ, καθώς και από το πιο χαλαρό ρυθμιστικό πλαίσιο που ισχύει στη Βρετανία για τη δορυφορική τηλεόραση.

Για παράδειγμα, η διαφήμιση που αποτελεί στις μέρες μας το DNA τόσο των παλαιών, όσο και των νέων μέσων επικοινωνίας και ενημέρωσης, είναι ιδιαίτερα ευάλωτη στην απώλεια της εμπιστοσύνης στην ανάπτυξη, δεδομένου ότι δεν αντιπροσωπεύει μόνο μια διακριτική επιχειρηματική δαπάνη, αλλά πάσχει επίσης από το γεγονός ότι οι περικοπές της κατανάλωσης εκ μέρους του αγοραστικού κοινού λόγω του φόβου της επόμενης μέρας είναι πιθανό να επιφέρουν καταστροφικές συνέπειες στους διαφημιστικούς προϋπολογισμούς των διαφημιζόμενων και κατ’ επέκταση της διαφημιστικής δαπάνης για τα ΜΜΕ. Το ίδιο ισχύει για τη συνδρομητική τηλεόραση, που είναι από τους σημαντικούς επενδυτές στην οπτικοακουστική παραγωγή.