Αν το παρ’ ολίγον κανόνι της Μαρινόπουλος συνιστά σύμπτωμα της ελληνικής χρεοκοπίας, το παρά τρίχα φιάσκο με την COSCO δείχνει ότι η χώρα ακόμη και στην Εντατική μπορεί κάλλιστα να βάλει τρικλοποδιά στον εαυτό της.

Σαν τυφλή βόμβα διασποράς που εκτοξεύτηκε χωρίς λογική, οι απίστευτοι χειρισμοί Δρίτσα γύρω από τον ΟΛΠ όχι μόνο αυτοτραυμάτισαν την κυβέρνηση, κάνοντας τον Πρωθυπουργό παραμονές του ταξιδιού του στο Πεκίνο να φανεί αναξιόπιστος στα μάτια του οικοδεσπότη του, αλλά κυρίως δημιουργούν εύλογα ερωτηματικά για τη συνέχεια προϊδεάζοντας για το τι πρόκειται να συμβεί με τις ιδιωτικοποιήσεις της ΤΡΑΙΝΟΣΕ και του ΟΛΘ.

Tο ερώτημα επανέρχεται ολοένα και πιο έντονα. Πόσο θα κοστίσουν στο Δημόσιο οι ιδιωτικοποιήσεις α λα ΣΥΡΙΖΑ;

Γιατί οι αυτοπυροβολισμοί είναι μόνο η μία διάσταση του θέματος. Η άλλη είναι η πρωτοβουλία της κυβέρνησης να μετατάξει στο Δημόσιο όσο προσωπικό το επιθυμεί από τις υπό ιδιωτικοποίηση εταιρείες.

Είναι το λεγόμενο «κρυφό» κόστος των ιδιωτικοποιήσεων. Δίχως να είναι σαφές αν θα εγκριθεί από τους θεσμούς, η κυβέρνηση δεσμεύθηκε μέσω του επεισοδιακού νόμου για την κύρωση της σύμβασης με την COSCO ότι όσοι από τους 1.100 εργαζομένους του ΟΛΠ και τους 420 του ΟΛΘ θέλουν να μεταταγούν σε «κενές οργανικές θέσεις» άλλων υπηρεσιών, φορέων, ΔΕΚΟ ή κρατικών εταιρειών, μπορούν να το κάνουν. Αγνωστο είναι αν θα υπάρξει πλαφόν στις μετατάξεις και ποιο θα είναι αυτό, καθώς ο νόμος αφήνει στη διακριτική ευχέρεια των υπουργών Οικονομικών και Ναυτιλίας να ορίσουν, με Κοινή Υπουργική Απόφαση αν το κρίνουν απαραίτητο, «ανώτατο αριθμό προσωπικού της κάθε εταιρείας που επιτρέπεται να μεταταγεί».

Αν και ο νόμος δεν το αναφέρει, το πιθανότερο είναι πως η συγκεκριμένη δυνατότητα θα αποτελέσει πρότυπο και για άλλες υπό αποκρατικοποίηση εταιρείες, προκειμένου να εκτονωθούν τωρινές αλλά και μελλοντικές αντιδράσεις. «Το εξετάζουμε», όπως λέει στα «ΝΕΑ» κυβερνητική πηγή.

Αναπάντητο επίσης μένει το ερώτημα για το ακριβές κόστος που συνεπάγεται για το Δημόσιο ένα τέτοιο μοντέλο. Δηλαδή, με τι μισθούς θα μεταταγούν σε άλλες δημόσιες υπηρεσίες οι εργαζόμενοι στα λιμάνια (διοικητικοί υπάλληλοι, τεχνικοί και φορτοεκφορτωτές), οι συνάδελφοί τους για παράδειγμα από την ΤΡΑΙΝΟΣΕ ή από τις εταιρείες που εντάχθηκαν για μελλοντική αξιοποίηση στο νέο υπερταμείο, όπως ο ΟΑΣΑ, τα ΕΛΤΑ ή ο ΟΣΕ.

Δεν κοστολόγησαν τη δαπάνη

Στην έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους για τον νόμο, διαβάζουμε πως «δεν προκαλείται οικονομική επιβάρυνση του προϋπολογισμού του υπουργείου Ναυτιλίας ή εποπτευόμενων φορέων του». Σωστά, μόνο που πρόκειται για τη μισή αλήθεια. Η άλλη μισή είναι ότι προκύπτει δαπάνη και μάλιστα στον Κρατικό Προυπολογισμό, απλώς αυτή δεν επιβαρύνει το υπουργείο, γι’ αυτό και η έκθεση δεν την κοστολογεί. Διότι μπορεί ο ΟΛΠ και ο ΟΛΘ να είναι ανώνυμες εταιρείες, και ως τέτοιες να μην επιδοτούνται από το κράτος, δεν ισχύει ωστόσο το ίδιο για τις υπόλοιπες δημόσιες υπηρεσίες, όπου και θα μεταταγούν οι ενδιαφερόμενοι, και οι οποίες χρηματοδοτούνται από το κράτος.

Από εκεί και πέρα, όποιος εργαζόμενος στα δύο λιμάνια μετατάσσεται σε κατώτερη κατηγορία από αυτή στην οποία ανήκει, θα κατατάσσεται στον βαθμό και στο μισθολογικό κλιμάκιο της νέας κατηγορίας, δίχως δικαίωμα για τυχόν διαφορά αποδοχών. Δηλαδή, αν ένας διοικητικός υπάλληλος με μισθό 2.500 ευρώ επιλέξει να μεταταγεί σε κάποιο δήμο, θα προσαρμόσει τις απολαβές του στα νέα κατώτερα δεδομένα. Δεν είναι ωστόσο σαφές τι θα ισχύσει για όσους ζητήσουν μετάταξη «σε θέση συναφούς ή παρεμφερούς κλάδου ή ειδικότητας, της ίδιας ή ανώτερης κατηγορίας» –που είναι και το λογικότερο. Αφήνει δηλαδή ο νόμος να εννοηθεί ότι σε μια τέτοια περίπτωση, ο εργαζόμενος θα κουβαλήσει στη νέα εταιρεία και τον παλαιό του μισθό, όποιος και αν αυτός είναι.

Στην πράξη, αυτό σημαίνει τη μεταφορά στο Δημόσιο σημαντικού μέρους του κόστους μισθοδοσίας των εργαζομένων σε τουλάχιστον δύο ανώνυμες εταιρείες, εισηγμένες στο ΧΑ και κερδοφόρες. Σε πρώτη προσέγγιση, οι πληροφορίες θέλουν 400 – 500 άτομα από τα 1.100 που απασχολεί συνολικά ο ΟΛΠ να ενδιαφέρονται για μετατάξεις. Δεδομένου ότι ένα λογικό κόστος ανά εργαζόμενο στο λιμάνι προσεγγίζει ή και ξεπερνάει τα 30.000 ευρώ το χρόνο (μεικτές απολαβές, μαζί με τις εργοδοτικές εισφορές), ο πολλαπλασιασμός βγάζει ετήσιο κόστος 12-15 εκατ. ευρώ. Που σημαίνει πως σε μια 15ετία το Δημόσιο θα έχει καταβάλει μισθούς 180 – 225 εκατ. ευρώ, δηλαδή 50% – 60% όσων συμφώνησε να προσφέρει η COSCO για το 67% του ΟΛΠ. Αν η κυβέρνηση καθιερώσει ένα ανάλογο μοντέλο για κάθε εργαζόμενο εταιρείας που αποκρατικοποιείται ή εντάσσεται στο νέο υπερταμείο, προφανώς και το κόστος πολλαπλασιάζεται.

Τα επιχειρήµατα

Τα επιχειρήματα που προβάλλει η κυβερνητική πλευρά είναι προφανή. Ανθρωποι που εισήλθαν στο Δημόσιο προσβλέποντας στη μονιμότητα που αυτό τους εξασφαλίζει, έχουν κάθε δικαίωμα να διεκδικούν να παραμείνουν σε αυτό και πολύ περισσότερο να μη διαταραχθούν οι εργασιακές τους σχέσεις.

Στον αντίποδα, η κριτική που ασκείται στη κυβερνητική πρωτοβουλία είναι ότι την ώρα που στην πραγματική οικονομία οι επιχειρήσεις κλείνουν και απολύουν κόσμο, οι άνεργοι στον ιδιωτικό τομέα ξεπερνούν το 1,5 εκατ., και κάποιοι από αυτούς προσδοκούν να ενταχθούν μέσω ΑΣΕΠ στο Δημόσιο (στο πλαίσιο της αναλογίας ένας προσλαμβάνεται, πέντε φεύγουν), επιβεβαιώνεται ο κανόνας των «δύο Ελλάδων» του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα. Διότι οι μετατάξεις θεωρούνται ως «οιονεί προσλήψεις», προσεμτρώνται δηλαδή στο σύστημα προσλήψεων κάθε έτους. Αν επομένως κάποιος άνεργος ή εργαζόμενος από τον ιδιωτικό τομέα θα ήθελε να μπει στο Δημόσιο μέσω ΑΣΕΠ, του κλείνει τον δρόμο κάποιος άλλος εργαζόμενος από εταιρεία του Δημοσίου που ιδιωτικοποιείται. Αλλωστε μοντέλο απορρόφησης στο Δημόσιο για ανέργους του ιδιωτικού τομέα δεν υπάρχει, παρά μόνο επιδοτούμενα προγράμματα του ΕΣΠΑ.

Επειτα, οι ανάγκες του Δημοσίου είναι συγκεκριμένες, λένε όσοι διακρίνουν πίσω από την κυβερνητική πρωτοβουλία λογικές πελατειακού χαρακτήρα. Αφενός όσοι φύγουν πρέπει πρώτα να αξιολογηθούν ότι καλύπτουν τις ανάγκες προκειμένου να μην επαναληφθεί το φαινόμενο της Ολυμπιακής, όταν ιπτάμενοι φροντιστές και αεροσυνοδοί κουβαλώντας τους παχυλούς μισθούς τους τοποθετήθηκαν σε άσχετες υπηρεσίες. Αφετέρου, η κίνηση αυτή έρχεται μόλις ενάμιση μήνα μετά την ψήφιση του δημοσιονομικού κόφτη στη Βουλή, επομένως οι κυβερνητικές υποσχέσεις, πρέπει να ιδωθούν και υπό αυτό το πρίσμα.