Ηταν ίδιο μόνο το πουκάμισο. Εκείνο το λευκό πουκάμισο που φορούσε και πέρσι στη λαοσύναξη του Οχι στο Σύνταγμα. Κατά τα άλλα τίποτε δεν είχε απομείνει στον Τσίπρα της προχθεσινής Κεντρικής Επιτροπής από τον δημοψηφισματικό Τσίπρα που πέρσι συνήγειρε το ακροατήριό του με συνθήματα εθνικού εγωισμού, εντυπωσιακής ομοιότητας με τα συνθήματα του Brexit.

Τώρα το πουκάμισο μιλάει από την άλλη όχθη. Στη θέση του Πρωθυπουργού που κάποτε προσέπιπτε στην αυλή του Πούτιν, μιλάει ένας Τσίπρας που συγκαταλέγει τον εαυτό του «στις ευρύτερες προοδευτικές δυνάμεις» της Ευρώπης. Η παιδαγωγική επιρροή της συμμετοχής στη ζωή της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η τριβή με τους Ευρωπαίους και ιδίως με τους Σοσιαλδημοκράτες είναι πια εμφανείς. Οσο εμφανείς είναι και ο επιβιώσεις του παρελθόντος. Η αντίφαση, ας πούμε, να εξαπολύει φιλιππικούς κατά της Ακροδεξιάς ο συγκυβερνήτης του Καμμένου. Ή η αυταπάτη ότι έρχεται ο «Πάμπλο» στην Ισπανία «για να αλλάξουμε μαζί την Ευρώπη».

Οπως και να ‘χει, η ευρωαφέλεια σκέτη συνιστά βελτίωση σε σύγκριση με την πολεμική του αντιευρωπαϊσμού. Αλλωστε, ο Τσίπρας δεν έχει και πολλά να δώσει στο εσωκομματικό του ακροατήριο. Ο παραμυθητικός ρομαντισμός για μια Αριστερά που παραμένει ευρωαριστερά με συμμάχους –και όχι μόνο αξεσουάρ για το αριστερό προφίλ ενός παραπαίοντος Ολάντ –είναι μια κάποια λύση.

Ως τέτοιο διαπιστευτήριο αριστεροσύνης παρουσιάστηκε και η απλή αναλογική. Ο Τσίπρας το ζύγισε, μήπως και του βγαίνει το διακοσάρι για να κόψει από τώρα το μπόνους του πρώτου. Αφησε, εν τω μεταξύ, τον καθ’ ύλην αρμόδιο υπουργό του να λέει στα κανάλια ότι η πλήρης κατάργηση του μπόνους ισοδυναμεί με ακυβερνησία. Και στο τέλος αποφάσισε να λανσάρει την υιοθέτηση της Ανόθευτης ως ζήτημα αρχής.

Ο χειρισμός του εκλογικού νόμου είναι χαρακτηριστικός του τσιπρικού στυλ διακυβέρνησης –ενός στυλ που μοιάζει να αναπτύσσεται σαν σε ατέρμονη προεκλογική περίοδο. Με τακτική ευλυγισία, συνθηματολογική φαντασία κι έναν κάποιο κυνισμό μεταμφιεσμένο σε ηθικολογία, ο Τσίπρας καταφέρνει συχνά να ανακατεύει τη σούπα της εσωτερικής πολιτικής. Ομως, αυτές οι δεξιότητες αποδείχτηκαν επιεικώς ατελέσφορες, όταν τις δοκίμασε και προς τα έξω. Οταν, ας πούμε, δοκίμασε να «διαπραγματευτεί» με τακτικές εμπνεύσεις –με δημιουργικές ασάφειες, δημοψηφίσματα ή, προσφάτως, με υποκλοπές.

Το ερώτημα είναι πώς αλληλεπιδρά αυτός ο τύπος ηγεσίας με την εποχή. Πώς αναμετράται με μια ιστορική στιγμή που τρίζουν όλοι οι αρμοί του μεταπολεμικού δυτικού οικοδομήματος. Μια στιγμή που σε κάποιους θυμίζει ήδη ανάποδο 1989 –με τα πεσμένα τείχη να ξανασηκώνονται.

Το ερώτημα είναι αν αρκεί σε αυτό το περιβάλλον να υπερασπίζεσαι τα ιστορικά κεκτημένα της χώρας με τα κόλπα της πολιτικής σπέκουλας.