Ποιο άραγε θα λογαριαζόταν, κατά την προσφιλή έκφραση του Παντελή Πρεβελάκη, ως το «δακτυλικό αποτύπωμα» του ποιητή Βαγγέλη Χρόνη που βραβεύτηκε το περασμένο Σάββατο στο Λονδίνο με το Α’ βραβείο στον Διεθνή Διαγωνισμό Ποίησης, έναν διαγωνισμό που πραγματοποιείται εδώ και εννέα χρόνια στα πλαίσια του Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου, στο «Θέατρο Τέχνης» της βρετανικής πρωτεύουσας; Θα έλεγε κανείς πως το «δακτυλικό αποτύπωμα» του Βαγγέλη Χρόνη δεν είναι παρά ο εξορκισμός του θανάτου, αφού ακόμη και οι τίτλοι των τεσσάρων –έως σήμερα –ποιητικών του βιβλίων υπαινίσσονται τη βαθιά συναναστροφή με την έννοια του θανάτου και τους τρόπους που επινοεί ο άνθρωπος προκειμένου να τον μεταστοιχειώσει σε ένα παρήγορο γεγονός.

Διαφορετικά δεν θα χρειαζόταν να μεταβάλει κανείς σε σύμμαχό του τον «χρόνο» («Ο σύμμαχος χρόνος» είναι ο τίτλος του πρώτου ποιητικού βιβλίου του Βαγγέλη Χρόνη), ούτε θα ήταν δυνατόν να λογαριάζονται ως νέοι στην επικράτεια του θανάτου οι άνθρωποι που έχουν πεθάνει, όποια και αν υπήρξε η ηλικία τους τη στιγμή που φεύγανε («Νέοι στον Αδη» είναι ο τίτλος του δεύτερου βιβλίου). Ακόμη και ο τίτλος «Ενα χωνάκι θλίψη» (το τρίτο βιβλίο) θα λειτουργούσε λιγότερο αιχμηρά σε περίπτωση που ο θάνατος δεν βιωνόταν ως μια αμετάκλητη απώλεια, ενώ κανείς δεν θα διανοούνταν να χρεώσει με μια οποιαδήποτε ευθύνη τον θνήσκοντα στις μέρες μας μήνα Μάιο («Η ευθύνη του Μαΐου» το τέταρτο βιβλίο) αν ο θάνατος δεν συνιστούσε την αναπότρεπτη κατάληξη της οργιαστικής του ανθοφορίας. Βεβαίως, αν και ο θάνατος συγκροτεί την κύρια παράμετρο του ποιητικού έργου του Βαγγέλη Χρόνη, δεν παύει το έργο αυτό να πιστώνεται με κάποιες άλλες σημασίες και νοήματα που, δυσδιάκριτα λόγω της χαμηλόφωνης χροιάς τους, καίρια τα έχουν επισημάνει ώς σήμερα σύγχρονοι ποιητές και πεζογράφοι.

ΑΠΑΝΘΙΣΜΑ. Γράφει για παράδειγμα η Κική Δημουλά: «Δεν λέγομαι και τόσο ξένη για τα ποιήματα του Βαγγέλη Χρόνη, αφού είμαι κι εγώ μέσα σ’ αυτό όπου κατέφυγε ο ίδιος, στο να βελτιώσει δηλαδή την ποιότητα της θλίψης, περιορίζοντας την ποσότητά της. Τόσο, που να χωρέσει σ’ ένα χωνάκι παγωτού. Τόσο λίγη και τόσο ζωτικά οικονομική ώστε να μπορεί να τη γεύεται και το ασθενέστερο ακόμα βαλάντιο της αντοχής».

Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος επιχειρεί μια συνολική αποτίμηση της ποίησης του Βαγγέλη Χρόνη: «Η ποίηση, η καθαρή ποίηση δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα τερέτισμα τζιτζικιών. Είναι μια προσπάθεια να επιστρέψουμε στην αθωότητα, στην πρώτη κραυγή. Η μεγάλη ποίηση είναι η προσπάθεια να ξαναβρούμε την πρώτη κραυγή. Η ποίηση του Βαγγέλη Χρόνη είναι μια τέτοια ποίηση. Μέσα από τον φόβο της ζωής αλλά και την ελπίδα ότι ο θάνατος είναι μια μετάβαση και δεν πρέπει να τον φοβάται κανένας παρά να τον αντιλαμβάνεται ως μια διαδικασία μεταποίησης με τη σωστή σημασία της λέξεως τού εδώ και του επέκεινα. Αυτό δημιουργεί τον ελεγειακό χαρακτήρα αυτής της ποίησης. Είναι ένα κλάμα αλλά λυτρωτικό. Είναι ένα κλάμα λυτρωτικό η ποίησή του».

Ο αλησμόνητος ποιητής Γιάννης Κοντός έχει γράψει για τον Βαγγέλη Χρόνη: «Σε όλα τα ποιήματα υπάρχει η αντίθεση του ζεύγους, νύχτα – φως. Ή έρως – θάνατος. Ή θάλασσα – στεριά. Κυρίως όμως εξυμνείται η νήσος και το απολλώνιο φως. Αυτό το φως το άκτιστον, το μεταφυσικό, που σε μας τους Ελληνες είναι και ύλη και μουσική και μέγας γκρεμός σκοταδιού. Οπως γράφει: «Καθώς αγνάντευε την άλλη όχθη/ το σφύριγμα του θανάτου/ ήχησε». Ετσι απλά, έτσι ήρεμα, σαν κύμα έρχονται οι αλλαγές στη ζωή μας. Ετσι απλά και ωραία τα καταγράφει ο ποιητής».

Συνεχίζοντας συμπεραίνει ο Τίτος Πατρίκιος: «Αφού το σκέφτηκα και το ξανασκέφτηκα θα έλεγα το εξής: το καίριο χαρακτηριστικό του Βαγγέλη Χρόνη είναι η κίνηση. Η κίνηση ανάμεσα σε όλα τα ακραία και αντίθετα ταυτοχρόνως σημεία, που περιστοιχίζουν τη ζωή μας. Μια κίνηση που όμως δεν συνεχίζεται επ’ άπειρον χωρίς να καταλήγει πουθενά, αλλά που επικεντρώνεται στο παρόν, που επικεντρώνεται κάθε φορά στο παρόν του ποιητή, που κι αυτό όμως κινείται όχι για να χαθεί στο άπειρο, αλλά για να μεταβληθεί από ατομικό παρόν σε γενικότερο παρόν, στο γενικότερο αυτό παρόν που μας αφορά όλους».

Και κλείνοντας συνοψίζει ο Γιώργος Μανιώτης: «Ολα ελίσσονται, αναδεύονται και φωτίζουν τον νου και την ψυχή μας μέσα στην ποιητική συλλογή «Ενα χωνάκι θλίψη» του Βαγγέλη Χρόνη. Φαίνεται ένα μικρό βιβλίο. Κρύβει όμως μέσα του ένα σύμπαν. Το σύμπαν της δικής μας συνείδησης, της ελληνικής, που φαίνεται να αγκαλιάζει και να ασκεί εποπτεία σε όλο το σύγχρονο γίγνεσθαι. Εμείς τα φτιάξαμε όλα αυτά γύρω μας, εμείς μπορούμε να τα κατανοήσουμε και να τα ερμηνεύσουμε καλύτερα από τους άλλους, αν το θελήσουμε βεβαίως. Ο Βαγγέλης Χρόνης με αυτοθυσία μπήκε στην επώδυνη αυτή ποιητική διαδικασία τής εις βάθος αυτογνωσίας και τα έβγαλε πέρα επάξια. Με αυτό το ποιητικό του βιβλίο σίγουρα αφήνει το σημάδι του».