Με την ψήφιση του δεύτερου σε δυο βδομάδες «πολυνομοσχεδίου», άρα με την επίσημη είσοδο στην εποχή του τέταρτου Μνημονίου, σφραγίστηκε μια εξέλιξη που κυοφορούνταν από την αρχή ανάληψης της εξουσίας από την παρούσα κυβέρνηση: η Ελλάδα φτώχυνε. Οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά. Και, κυρίως, χωρίς την παραμικρή ελπίδα αυτή η φτωχοποίηση να είναι προσωρινή ή να αποτελεί το τίμημα για μελλοντική ανάκαμψη.

Η Ελλάδα φτώχυνε ως οικονομία. Από τη μία, η δημόσια περιουσία –όλη η δημόσια περιουσία, υπερπολλαπλάσια αυτής που θα χρειαζόταν για να καλύψει οποιοδήποτε έλλειμμα και οποιοδήποτε χρέος –μπήκε για 99 χρόνια –τρεις φορές περισσότερα από όσο προβλέπεται να λειτουργήσει το Ταμείο που συστήθηκε για να τη διαχειριστεί –ενέχυρο μιας αβέβαιης οικονομικής μεταστροφής, έχοντας στο μεταξύ χάσει, ακριβώς λόγω αυτής της αβεβαιότητας, μεγάλο μέρος της αξίας της. Κι από την άλλη, ο συνδυασμός του νέου Ασφαλιστικού, του νέου Φορολογικού και των προχθεσινών πρόσθετων μέτρων αφαιρεί την τελευταία ανάσα επιχειρηματικότητας, κινητικότητας και επενδύσεων, και οδηγεί νομοτελειακά στην ασφυξία. Χωρίς πια «λίπος» –ούτε οικονομικό, ούτε ψυχικό.

Η Ελλάδα φτώχυνε ως χώρα. Επειδή πιστεύω ότι στο σημερινό ευρωπαϊκό περιβάλλον της κρίσης η έννοια της «κυριαρχίας» έχει αλλάξει νόημα, δεν θα χρησιμοποιήσω το επιχείρημα της «εθνικής κυριαρχίας», παρότι η υπερήφανη «Αριστερά» που μας κυβερνά συνεχίζει να το χρησιμοποιεί ανερυθρίαστα ακόμα και μετά το τρίτο και το τέταρτο Μνημόνιο, τα οποία ανέστειλαν για άγνωστο διάστημα την ανάκτηση αυτής ακριβώς της κυριαρχίας. Δεν μπορούμε όμως να αγνοήσουμε την πρωτοφανή απώλεια οποιουδήποτε διαπραγματευτικού χαρτιού από μια χώρα που δήθεν αντιστέκεται και διαρκώς υποχωρεί, που βάζει το κάρο (το χρέος) μπροστά από τα άλογα (την επανεκκίνηση της οικονομίας), που χάνει όλους τους συμμάχους της και εγκαταλείπει στα χέρια των «αντιπάλων» της ακόμα και τα λίγα ατού της –τη γεωπολιτική της θέση, την ευρωπαϊκή της συμμετοχή, το κεφάλαιο διεθνούς της συμπάθειας.

Η Ελλάδα φτώχυνε ως προς τις αξίες της. Είναι ίσως το χειρότερο και το δυσκολότερα ανακτήσιμο. Η «Αριστερά» ξεπουλάει τα πάντα, απομυζά τους φτωχούς και καταβαραθρώνει το κράτος δικαίου. Η αξιοπρέπεια μετατρέπεται σε αυταπάτη, η εξουσία γίνεται αυτοσκοπός και το γενικό συμφέρον ταυτίζεται, μέσω της δημιουργίας ενός κλίματος εθνικού διχασμού, με το στενά κομματικό. Η ίδια η λογική πάει περίπατο στην έρημο του καιροσκοπισμού: η κυβέρνηση ονομάζει θρίαμβο μια συμφωνία που θα μας φέρει, στην καλύτερη περίπτωση, εκεί που βρισκόμασταν πριν από δύο χρόνια, επικαλείται την «κοινωνική δικαιοσύνη» τη στιγμή που φορτώνει κι άλλα βάρη σε αυτούς που περισσότερο υποφέρουν και μιλά για «τελευταία μέτρα» την ίδια στιγμή που ψηφίζει τη διαιώνισή τους. Αν δεν μας έφθασε ακόμα στο ύστατο άκρο της υλικής φτώχειας, ξεπέρασε πάντως το ύστατο όριο της διανοητικής φτώχειας φορτώνοντας τη δική της ανεπάρκεια στις πλάτες όλων των άλλων και μάλιστα στο όνομα μιας «ιδεολογίας» την οποία ανοιχτά καταπατά.

Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος