Οταν ήμουνα μικρή φοβόμουνα τα σκυλιά και τον πατέρα μου. Λίγο πιο μεγάλη, την αρχηγό της ομάδας στη Νεολαία του Μεταξά που μας υποχρέωναν να πηγαίνουμε κάθε Τετάρτη στις συγκεντρώσεις. Και βέβαια στην Κατοχή φοβόμουνα, όχι όμως όσο φοβήθηκα τον Δεκέμβρη του ’44 που έπεφταν όλμοι μπροστά μας. Σε μια συγκέντρωση έπεσε όλμος κυριολεκτικά απάνω μας. Και είδα τη Ζωρζ Σαρή πεσμένη λίγο πιο πέρα με το ένα της χέρι και το ένα πόδι να κρέμονται από μια κλωστή. Φοβήθηκα κι αργότερα στον Εμφύλιο όταν συναντούσα παράνομους κι αργότερα τους έπιαναν κι αγωνιούσα μήπως κάποιος βασανιστεί και μιλήσει για μένα. Φοβήθηκα και στη χούντα μήπως μας συλλάβουν και μείνουν τα παιδιά μας μόνα.

Τώρα τι να φοβηθώ; Θα μπορούσα τον θάνατο, μα τον βλέπω σαν κάτι μακρινό που δεν με αφορά ενώ και κοντινός είναι και με αφορά. Τώρα δεν φοβάμαι, αγωνιώ όμως για πολλά. Βλέπω τα νέα στην τηλεόραση και δεν μπορώ να κοιμηθώ.

Εχω πει στα παιδιά σ’ ένα από τα σχολεία που επισκέπτομαι: «Προτιμώ να είμαι όσο χρονών είμαι παρά στην ηλικία σας και να έχω να δώσω Πανελλαδικές». Τα χειροκροτήματα έπεσαν βροχή. Και να στα ξαφνικά και μια εγκύκλιος. Οι συγγραφείς λέει να μην πηγαίνουν στα σχολεία και παρεμποδίζουν το μάθημα!

Δεν ξέρω αν πρέπει να γελάσω ή ν’ αρχίσω να φοβάμαι.

Στη στήλη «Μπιλιέτο» σημαντικά πρόσωπα σχολιάζουν μία λέξη από την επικαιρότητα.