Συμφωνία ενόψει, αλλά με σκιές που γεννούν ανησυχίες, κυρίως για την ανάπτυξη, βλέπουν πέντε προκάτοχοι του Ευκλείδη Τσακαλώτου στο τιμόνι της ελληνικής οικονομίας στη διάρκεια των μνημονιακών χρόνων, των οποίων τη γνώμη ζήτησαν «ΤΑ ΝΕΑ».
Δεν έχουν όλοι την ίδια ακριβώς προσέγγιση ως προς τα οφέλη και τις ζημιές από την επικείμενη συμφωνία Τσακαλώτου, αλλά όλοι λίγο – πολύ συμφωνούν σε δύο πράγματα. Πρώτον, ότι το βάρος των μέτρων που ελήφθησαν και ο υψηλός στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ το 2018 και για πολλά χρόνια μετά θα έχουν έντονο υφεσιακό αποτέλεσμα στην οικονομία. Και, δεύτερον, ότι η διαφαινόμενη ρύθμιση του χρέους δεν είναι ικανοποιητική καθώς μεταθέτει τα πάντα για μετά το 2018. Ο νυν διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, μάλιστα, διατυπώνει την πρόταση να μειωθεί ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος στο 2% του ΑΕΠ, ενώ επαναλαμβάνει με νόημα τη μόνιμη προτροπή του για συνεννόηση του πολιτικού συστήματος.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πάντως, όπως δήλωσε χθες αξιωματούχος της, θεωρεί ότι ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ είναι εφικτός και μάλιστα για αρκετά χρόνια. Ο ίδιος ξεκαθάρισε, εξάλλου, ότι μισθοί και συντάξεις θα περιλαμβάνονται οπωσδήποτε στις δαπάνες που θα κόβονται σε περίπτωση δημοσιονομικής εκτροπής.

Αυτό που έγινε είναι μοναδικό, σχολίασε αναφερόμενος στο γεγονός ότι οι αλλαγές στο Ασφαλιστικό «πιάνουν» όλους όσοι θα βγουν εφεξής στη σύνταξη.

Για τον Βαγγέλη Βενιζέλο, αυτά που συμφωνήθηκαν, το Μνημόνιο 3 plus, όπως το ονομάζει, είναι αποτέλεσμα δύο χαμένων χρόνων για την οικονομία, χωρίς μάλιστα το αντίβαρο της ρύθμισης του χρέους, αφού οι Ευρωπαίοι έχουν υποχωρήσει.

Το άμεσο όφελος; Η Ευρώπη, σύμφωνα με τον ευρωπαίο αξιωματούχο, ετοιμάζεται να εκταμιεύσει κάπου 10-11 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 6,7 δισ. ευρώ για να πληρώσει η χώρα τις δανειακές της υποχρεώσεις ώς τη δεύτερη αξιολόγηση, τον Οκτώβριο, και τα υπόλοιπα περίπου 4 δισ. ευρώ για την πληρωμή οφειλών του Δημοσίου.

Ωστόσο, ο δρόμος είναι ακόμη ανηφορικός. Μένουν 18 προαπαιτούμενα ώς τις 24 Μαΐου (κυρίως έμμεσοι φόροι και ο κόφτης), ενώ στη συνέχεια, ενόψει της 2ης αξιολόγησης, εκκρεμούν 43 δράσεις, περίπου δεκαπλάσιες από άλλων χωρών. Μειώσεις μισθών Δημοσίου και ομαδικές απολύσεις θα μπουν τότε στο τραπέζι.

Γιάννης Στουρνάρας

Πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ είναι δύσκολος στόχος

Η διαφαινόμενη συμφωνία στις 24 Μαΐου στο Eurogroup είναι αναμφίβολα θετική εξέλιξη και θέτει τέρμα σε μια πολύμηνη αβεβαιότητα. Η Ελλάδα πρέπει να παραδειγματισθεί από την Ιρλανδία, την Πορτογαλία και την Κύπρο που εισήλθαν σε προγράμματα έπειτα από μας και εξήλθαν πριν από μας. Εκεί το πολιτικό σύστημα μπόρεσε να συνεννοηθεί και να πετύχει μια ελάχιστη συναίνεση.

Τώρα, που η Ελλάδα τηρεί τις δεσμεύσεις της, πρέπει να κάνει το ίδιο και το Eurogroup. Από τον Νοέμβριο του 2012 δεσμεύθηκε για μείωση του δημοσίου χρέους της Ελλάδας υπό προϋποθέσεις, επανέλαβε δύο φορές τη δέσμευση αυτή, αλλά δεν την έχει υλοποιήσει ακόμη. Ανταποκρινόμενο στις προκλήσεις των καιρών, πρέπει να το κάνει τώρα και να υπεισέλθει σε ουσιαστικές συζητήσεις για τη μείωση του χρέους.

Επίσης, τώρα είναι η στιγμή να ξαναδούμε τον τελικό δημοσιονομικό στόχο του 2018 και επέκεινα. Το 3,5% του ΑΕΠ πρωτογενές πλεόνασμα με βάση πλέον τη διαθέσιμη εμπειρία όλων των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ και όχι μόνο αυτών, είναι πολύ δύσκολα επιτεύξιμος στόχος, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για μεγάλο αριθμό ετών. Μόνο η Ιρλανδία το πέτυχε.

Σενάρια βιωσιμότητας του χρέους που είχαμε κάνει στην Τράπεζα της Ελλάδος δείχνουν ότι είναι εφικτή η βιωσιμότητα ακόμη και με μόνιμο πρωτογενές πλεόνασμα 2% του ΑΕΠ, αρκεί βέβαια η κυβέρνηση να προχωρήσει σε ταχείες ιδιωτικοποιήσεις και σε ταχείες μεταρρυθμίσεις και στο κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο για την επίλυση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Αρκεί, επίσης, το Eurogroup να αποφασίσει ουσιαστική επέκταση των λήξεων όσο και εξομάλυνση των τόκων.

Αυτά υπαγορεύουν η κοινή λογική, ο ρεαλισμός και το συμφέρον τόσο της Ελλάδας όσο και της ευρωζώνης.

Γκίκας Χαρδούβελης

Η χώρα μαραζώνει και φοροδιαφεύγει

Το θετικό πρόσημο στη συμφωνία του Eurogroup είναι βραχυπρόθεσμο και έγκειται στο γεγονός ότι πρώτον μειώθηκε η πιθανότητα Grexit – η χώρα δεν θα χρεοκοπήσει τον Ιούλιο απέναντι στην ΕΚΤ – και δεύτερον αυξήθηκε η πιθανότητα να εισρεύσουν σημαντικοί πόροι, που θα βοηθήσουν το Δημόσιο να αποπληρώσει τα χρωστούμενά του προς τον ιδιωτικό τομέα. Η ρευστότητα αυτή θα βοηθήσει να περιοριστεί το βάθος της ύφεσης του 2016.

Το αρνητικό πρόσημο είναι πολύ μεγαλύτερο και θα αρχίσει να γίνεται αντιληπτό σε ορισμένους μήνες, διότι με τη συμφωνία περιορίζονται οι προοπτικές υγιούς ανάπτυξης.

Πρώτον, απαιτείται μια μεγάλη δημοσιονομική προσαρμογή της τάξης των 5,4 δισ. ευρώ (χωρίς τον κόφτη για άλλα 3 δισ. ευρώ) που η χώρα δεν αντέχει και που με βάση τον δημοσιονομικό πολλαπλασιαστή θα μειώσει το ΑΕΠ κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες μεσοπρόθεσμα. Το πάθημα του 2010 λοιπόν δεν έγινε μάθημα, ούτε εισακούστηκε το ΔΝΤ για στόχους μικρότερων δημοσιονομικών πλεονασμάτων. Σημειώνεται μάλιστα ότι τα 5,4 δισ. ευρώ είναι πρόσθετα μέτρα σε πλειάδα ήδη σκληρών μέτρων του 2015 (κυρίως στον ΦΠΑ ξενοδοχείων, νησιών, άλλων αγαθών), τα οποία από τότε είχαν υπερσκελίσει τα μέτρα που είχαν συμφωνηθεί με τους Ευρωπαίους τον Δεκέμβριο του 2014 ώστε να βγούμε από τα Μνημόνια.

Δεύτερον και πιο σημαντικό, η δημοσιονομική προσαρμογή γίνεται σχεδόν αποκλειστικά από την πλευρά της φορολογίας και των εισφορών. Ούτε οι πολίτες στον ιδιωτικό τομέα έχουν κίνητρο να εργαστούν ούτε οι επιχειρήσεις να προσλάβουν προσωπικό και να παραγάγουν αγαθά και υπηρεσίες, ενώ οι περισσότεροι προσπαθούν να βρουν διέξοδο στη μαύρη οικονομία ή στη φυγή προς το εξωτερικό. Η χώρα κατά συνέπεια μαραζώνει, γερνάει και φοροδιαφεύγει με μεγαλύτερη ένταση από το παρελθόν.

Βαγγέλης Βενιζέλος

Βαθιά μέσα στο Μνημόνιο 3 plus

Για δεύτερη χρονιά επαναλαμβάνεται το ίδιο σκηνικό. Η κυβέρνηση δαπανά εν ψυχρώ πολύτιμο εθνικό χρόνο δήθεν διαπραγματευόμενη και όταν εξαντληθούν τα χρονικά περιθώρια υποχωρεί κατά κράτος. Το 2015 αυτό έγινε επενδεδυμένο με τη ρητορεία και της αντιμνημονιακής αυταπάτης, με γκροτέσκο τρόπο. Η οικονομική βλάβη ήταν τεράστια. Η χώρα βρέθηκε στο τρίτο Μνημόνιο που οφείλεται στους χειρισμούς του 2015.

Το 2016 το ίδιο σενάριο επαναλαμβάνεται προσαρμοσμένο στη νεομνημονιακή ρητορεία της κυβέρνησης. Εχουν όμως χαθεί σχεδόν δύο οικονομικά έτη για την πραγματική οικονομία. Τώρα λοιπόν η κυβέρνηση δέχεται τα πάντα και βάζει τη χώρα στο Μνημόνιο 3 plus: νέα φορολογικά μέτρα, περικοπή μισθών στον δημόσιο τομέα, αυτόματο μηχανισμό περικοπών, συνεχή μηχανισμό εποπτείας μετά το 2018, υποχώρηση στα κόκκινα δάνεια και στην πρώτη κατοικία.

Υποτίθεται ότι αντίβαρο θα ήταν οι ρυθμίσεις για το χρέος. Οχι οι παλιές «λεβεντιές» περί επονείδιστου χρέους και μονομερών ενεργειών, αλλά το υπεσχημένο από το 2012 συμπλήρωμα του «καταστροφικού» PSI/OSI που κούρεψε ονομαστικά το χρέος και το αναδιάρθρωσε μειώνοντας δραστικά την παρούσα αξία του και το ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης.

Αντί όμως να γίνει αυτό, οι ευρωπαίοι εταίροι υπαναχωρούν. Μεταθέτουν τις πρόσθετες παραμετρικές αλλαγές στο τέλος του προγράμματος, «αν είναι αναγκαίες». Και αποσαφηνίζουν, πρώτον, ότι αποκλείεται ονομαστικό κούρεμα και, δεύτερον, ότι η όποια παρέμβαση θα αφορά τα χρεολύσια (διευθέτηση λήξεων, περίοδος χάριτος) και όχι τους ετήσιους τόκους. Μπορεί, απλώς μπορεί, να σταθεροποιηθούν τα σημερινά πολύ χαμηλά κυμαινόμενα επιτόκια και να μας ξαναδοθούν τα κέρδη της ΕΚΤ και του Ευρωσυστήματος από τα ελληνικά ομόλογα (SMP και ANFA).

Αναρωτιέμαι συνεπώς πότε επιτέλους θα αναρωτηθεί η ελληνική κοινωνία για ποιον λόγο και με ποια λογική έπρεπε η χώρα να υποστεί αυτή την υποχώρηση για να καταλήξει σήμερα βαθιά μέσα στο Μνημόνιο 3 plus, δηλαδή σε ένα σημείο που βρίσκεται πάρα πολλά χιλιόμετρα πίσω από την κατάσταση και την προοπτική του Δεκεμβρίου 2014.

Γιώργος Παπακωνσταντίνου

Η κυβέρνηση δεν θέλει και δεν μπορεί

Η συμφωνία δεν φέρνει τη χώρα πιο κοντά στην ανάπτυξη και την έξοδο από τα Μνημόνια παρά το γεγονός ότι όταν οριστικοποιηθεί, λύνει το άμεσο ταμειακό πρόβλημα και αγοράζει πολιτικό χρόνο για την κυβέρνηση. Παρόμοιες συμφωνίες πρέπει να κρίνονται τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και ως προς τι σηματοδοτούν. Ως προς το περιεχόμενο, και περιμένοντας να δούμε τις τελικές λεπτομέρειες, κυριαρχεί η διατήρηση του υψηλού στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα (άρα περισσότερων μέτρων) όσο και η έλλειψη λεπτομερειών αλλά και θάρρους εκ μέρους των εταίρων μας στο θέμα ελάφρυνσης του χρέους.

Ως προς το τι σηματοδοτεί η συμφωνία προς πολίτες και αγορές, τα μηνύματα δεν είναι ενθαρρυντικά. Από πλευράς κυβέρνησης: έμφαση στην επικοινωνιακή και πολιτική διαχείριση παρά στην ουσία της διαχείρισης της οικονομίας και του κράτους, επιμονή σε μέτρα κυρίως από την πλευρά των φόρων και κυρίως προφανής απέχθεια σε κάθε διαρθρωτική αλλαγή που δίνει χώρο στην ιδιωτική οικονομία. Από πλευράς εταίρων: σαφής προσπάθεια να κλείσει προσωρινά τουλάχιστον το θέμα «Ελλάδα» σε μία δύσκολη συγκυρία για την Ευρώπη, χωρίς όμως τη διάθεση για ριζικές αποφάσεις που θα έβγαζαν τη χώρα από το τέλμα.

Εν τέλει, το πρόβλημα της χώρας είναι πρωτίστως πολιτικό. Η κυβέρνηση αποδεικνύει κάθε μέρα ότι δεν θέλει και δεν μπορεί, αλλά και το μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού συστήματος εξακολουθεί να μην είναι στο ύψος των περιστάσεων. Η ανάκαμψη θα αργήσει ακόμα.

Φίλιππος Σαχινίδης

Τα μέτρα θα οδηγήσουν σε παράταση της ύφεσης

Οι αποφάσεις του Eurogroup πρέπει να αξιολογηθούν με γνώμονα τη συνεισφορά τους στην προσπάθεια για επανεκκίνηση της οικονομίας και ασφαλή επιστροφή στις αγορές. Η επανεκκίνηση της οικονομίας προϋποθέτει μεταξύ άλλων και την οριστική αντιμετώπιση του χρέους. Οι όποιες όμως σημαντικές αποφάσεις για το χρέος ληφθούν, θα εφαρμοστούν κυρίως μετά το 2018. Δυστυχώς δεν μειώνεται ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα χαμηλότερα από το 3,5% του ΑΕΠ ώστε να διευκολυνθεί η επιστροφή στην ανάπτυξη.

Αντίθετα, τα μέτρα ύψους 5,6 δισ. ευρώ και ιδιαίτερα η αύξηση των άμεσων και έμμεσων φόρων, με capital controls και υψηλή αβεβαιότητα, θα οδηγήσουν σε παράταση της ύφεσης που άρχισε το 2008.

Τις υφεσιακές συνέπειες των μέτρων μπορούν να ανασχέσουν μόνο οι ιδιωτικές επενδύσεις, οι οποίες δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας και νέα εισοδήματα. Η κυβέρνηση όμως εξακολουθεί να είναι επιφυλακτική ή αρνητική με τις ιδιωτικές επενδύσεις, καθυστερεί ή ακυρώνει μεταρρυθμίσεις και αποποιείται την ιδιοκτησία του προγράμματος. Ετσι μειώνει την αξιοπιστία του και τα όποια οφέλη από την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης του τρίτου Μνημονίου και την πιθανή απόφαση της ΕΚΤ να καταστήσει επιλέξιμα τα ελληνικά ομόλογα.

Η παράταση της ύφεσης βλάπτει την οικονομία, δυσκολεύει την έγκαιρη και ασφαλή έξοδο της χώρας στις αγορές και αφήνει την Ελλάδα να είναι η μόνη χώρα της ευρωζώνης που παραμένει σε πρόγραμμα.