Ο «Θρήνος» της Συλλογής Νιάρχου είναι ένα από τα αριστουργήματα της ωριμότητας του ζωγράφου. Η πρωτοτυπία και η τόλμη της σύνθεσης, που είναι μοναδική στο έργο του Γκρέκο γιατί δεν την επανέλαβε ποτέ όπως συνήθιζε να κάνει, υποστηρίζονται από μια σπάνια γνώση και πειθαρχία στο σχέδιο και το χρώμα. Ας προσθέσουμε σε αυτές τις αρετές μια συγκινησιακή φόρτιση που γίνεται άμεσα αισθητή, χωρίς να δηλώνεται με δραματικές εκφράσεις. Απεναντίας, οι πρωταγωνιστές της σκηνής, η Παναγία, η Μαρία Μαγδαληνή και ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας αγκαλιάζουν το ηρωικό γυμνό σώμα του Χριστού με τρυφερότητα και θρηνούν με συγκρατημένη και άφατη θλίψη.

Η σύνθεση του «Θρήνου» παρακολουθεί την εικονογραφία του ενταφιασμού ή της αποκαθήλωσης, αφού η σκηνή ξετυλίγεται στη βάση του σταυρού που διακρίνεται πίσω από την Παναγία. Οι συνθέσεις αυτού του τύπου εμπνέονται από μια ξακουστή περιγραφή του Alberti, στην οποία γίνεται λόγος για τη «Σαρκοφάγο του Μελεάγρου», το μόνο υπαρκτό αρχαίο στο οποίο αναφέρεται ο καλλιτέχνης και θεωρητικός, πλάι σε δεκάδες «εκφράσεις» χαμένων έργων της αρχαιότητας. Στην περιγραφή του Alberti ανταποκρίνεται η «Αποκαθήλωση» του Ραφαέλο (1507, Galleria Borghese, Ρώμη), ένα από τα αριστουργήματα του ζωγράφου. Το σώμα του Χριστού στον Γκρέκο παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες με την ανατομία, τη διάταξη και τη νεκρική αδράνεια των μελών του Σωτήρα στον Ραφαέλο. Μια από τις πιθανές πηγές έμπνευσης του Γκρέκο σ’ αυτό το έργο, ιδιαίτερα για το σώμα του Χριστού, θα μπορούσε να είναι και η νεανική «Πιετά» του Μιχαήλ Αγγέλου (1497-99, Αγιος Πέτρος, Ρώμη).

Σε τι έγκειται η πρόδηλη πρωτοτυπία της σύνθεσης του Γκρέκο; Πρώτα από όλα στην επιλογή του να φέρει τη σκηνή στο πρώτο επίπεδο, σχεδόν σε επαφή με τον πιστό, που γίνεται έτσι αυτόπτης μάρτυρας και μέτοχος του Θείου Πάθους. Πρόκειται για μια επινόηση που χρησιμοποιούν πολύ συχνά οι σκηνοθέτες του κινηματογράφου για να αυξήσουν τη συγκινησιακή δραστικότητα της σκηνής. Η ασυνήθιστη αυτή οπτική γωνία, που εκμηδενίζει την απόσταση ανάμεσα στον θεατή και στην εικόνα, προσδίδει στον πίνακα επιβλητικό μνημειακό χαρακτήρα.

Ο Μιχαήλ Αγγελος

Καθώς οι τρεις μορφές που υποβαστάζουν και θρηνούν τον νεκρό Σωτήρα βρίσκονται στο δεύτερο επίπεδο, το αθλητικό σώμα του Χριστού, ακέραιο στην απολλώνια αρρενωπή ομορφιά του, έρχεται τόσο κοντά στον θεατή που νομίζεις ότι μπορείς να σκύψεις να το προσκυνήσεις. Παρότι έχουν υποδηλωθεί οι πληγές του μαρτυρίου, το σώμα του Χριστού, πλασμένο με ψυχρά γαλάζια σαρκώματα και φωτεινές ώχρες, παραμένει ένα από τα πιο κλασικά γυμνά που φιλοτέχνησε ο κρητικός ζωγράφος, μαρτυρώντας για άλλη μια φορά την οφειλή του στον μεγάλο ομότεχνό του Μιχαήλ Αγγελο. Είναι αλήθεια ότι του ασκούσε δριμεία κριτική για τη ζωγραφική του, αλλά τον θαύμαζε ως σχεδιαστή και ως γλύπτη. Και πράγματι συχνά, όπως είδαμε, εμπνέεται από τα γλυπτά του. Το σώμα του Σωτήρα ακουμπά πάνω στα γόνατα της Παναγίας, που είναι καλυμμένα από το βαθυγάλαζο μαφόριό της, πτυχωμένο σε μεγάλα κυβιστικά επίπεδα. Με αδρότητα και πλατιές πινελιές έχει αποδοθεί και η γεωμετρική πτυχολογία του χρυσοκίτρινου μανδύα, που καλύπτει τη σκυμμένη μορφή του Ιωσήφ του από Αριμαθαίας, κλείνοντας τον εικονιστικό χώρο προς τα αριστερά. Το κίτρινο χρώμα συνομιλεί με το συμπληρωματικό γαλάζιο, ενώ παρεμβάλλεται το χρυσοπράσινο του χιτώνα του Αγίου. Η κυρίαρχη τονικότητα του πίνακα, ψυχρή και πένθιμη, ορίζεται από τον γαλάζιο προπλασμό του νεκρού σώματος του Ιησού και από τη μεγάλη έκταση που καλύπτει το μπλε ιμάτιο της Θεοτόκου. Με ιδιαίτερη αβρότητα έχει ζωγραφιστεί η Μαρία Μαγδαληνή, που επαναλαμβάνει τα ωραία χαρακτηριστικά που γνωρίζουμε από τους πρωιμότερους πίνακες του Γκρέκο με την εικόνα της ως μετανοούσας. Το όμορφο πρόσωπό της είναι σφραγισμένο από βαθιά θλίψη, τα μεγάλα μαύρα μάτια της σκιάζονται από μαύρους κύκλους, τα πυρόξανθα μαλλιά της καλύπτουν τους ώμους της λυτά και άτακτα. Με το αριστερό της χέρι κρατάει τρυφερά την ανάστροφη παλάμη του Χριστού και βυθίζει το στοχαστικό βλέμμα της στην πληγή που άφησαν τα καρφιά της Σταύρωσης. Ιδιαίτερη προσοχή επιδεικνύει ο ζωγράφος στο νεανικό ντύσιμό της με τον λευκό μεταξένιο χιτώνα και το βιολετί ιμάτιο.

Ενα αραχνοΰφαντο πέπλο, ζωγραφισμένο με επιδεικτική δεξιοτεχνία, σκεπάζει τους ώμους της. Ο Γκρέκο κατάφερε να δημιουργήσει ένα έργο με κορυφαία δραματική πυκνότητα επιστρατεύοντας όλη τη σοφία της ώριμης τέχνης του: προβάλλοντας με έμφαση την ακυρωμένη από τον θάνατο ηρωική γυμνότητα του Χριστού, προσκαλεί τον πιστό να συμμετάσχει στον Θρήνο και να βιώσει συναισθησιακά το Θείο Πάθος ωσάν να ήταν παρών. Ο ζωγράφος υπογράφει μέσα στον ακάνθινο στέφανο, που έχει αποθέσει στο πρώτο επίπεδο κάτω αριστερά: «Δομήνικος Θεοτοκόπολις»(sic).