Αρκετός θόρυβος προκλήθηκε ένθεν κακείθεν λόγω της γνωστής απόφασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου της ΕΣΗΕΑ να διαγράψει προσωρινά δημοσιογράφους που είχαν υποστηρίξει το Ναι κατά την περίοδο πριν από το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015. Οι μεν επικαλέστηκαν την έλλειψη δεοντολογίας, οι δε αντέτειναν ότι τέτοιου είδους αποφάσεις επιδεικνύουν τη μεροληπτική πρόθεση της ΕΣΗΕΑ και την απόπειρα να «ποινικοποιηθεί» η αντίθετη άποψη και σε τελική ανάλυση η συρρίκνωση της πολυφωνίας.

Στην πράξη όμως και οι δύο πλευρές πάσχουν ή διακατέχονται από μια μορφή «οικολογικής πλάνης» καθώς το πρόβλημα της δημοσιογραφίας και των δημοσιογράφων σήμερα είναι κυρίως δομικό. Σε μια εποχή που τα μέσα ενημέρωσης πλήττονται από τη συνεχιζόμενη οικονομική κρίση και η ανεργία στον κλάδο διαρκώς διογκώνεται, σε μια εποχή που η δημοσιογραφία ακόμη και στη χρεοκοπημένη Ελλάδα έχει ήδη εισέλθει στον γαλαξία της «συμμετοχικής δημοσιογραφίας» και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, σε μια εποχή που οι δημοσιογράφοι τείνουν να συρρικνωθούν σ’ έναν ρόλο απλού προμηθευτή των γεγονότων, εμείς ασχολούμαστε με θέματα έστω σημαντικά σε ετεροχρονισμένο χρόνο.

Αντί δηλαδή να εστιάσουμε στο αναδυόμενο, ενδεχομένως και κυρίαρχο ερώτημα εάν και γιατί η σύγχρονη δημοσιογραφία καθίσταται περιττή και κατ’ επέκταση ποιος θα ήθελε να γίνει δημοσιογράφος στις μέρες μας, απλώς αναλωνόμαστε πάλι στην εσωστρέφεια. Ποιος, αλήθεια, κάτω από αυτές τις συνθήκες θα ήθελε να «δεσμεύσει» το μέλλον του σε έναν κλάδο που αντιμετωπίζει δυσοίωνες προοπτικές, όπως τεράστια οικονομικά προβλήματα και χαμηλή αξιοπιστία; Αντί να ασκηθούν πιέσεις στην πολιτική εξουσία και την πολιτική ηγεσία στο σύνολό τους να υιοθετηθεί και να ασκηθεί μια εθνική επικοινωνιακή πολιτική, ασχολούμαστε με θέματα σοβαρά μεν, αλλά «ετεροχρονισμένης προτεραιότητας».

Η πολιτική είναι αδιαχώριστη από τα μέσα ενημέρωσης και άλλωστε η ιστορία της σύγχρονης δημοκρατίας είναι συχνά η ιστορία των μεταξύ τους σχέσεων. Το προσφυγικό πρόβλημα, η πορεία της χώρας, για παράδειγμα, δεν είναι μόνο θέματα των πολιτικών αλλά και των μέσων ενημέρωσης. Το πρόβλημα όμως είναι ότι ζούμε σε μια περίοδο όπου δεν παράγεται ενορατική και λυσιτελής πολιτική, οδηγώντας έτσι σε μια «σιωπηλή» δημοκρατία όπου συγχρόνως τα μέσα ενημέρωσης προκαλούν θόρυβο αντί να αποτελούν πυξίδες που να προσανατολίζουν το κοινό τους. Ενδεχομένως, αυτό δεν μπορεί να γίνει εύκολα γιατί οι δημοσιογράφοι παραδοσιακά ασκούν κριτική σε κάθε θεσμό της κοινωνίας εκτός από τον δικό τους. Παραβλέπουν σε μεγάλο βαθμό δυστυχώς την κριτική που τους ασκείται από επιστημονικά έντυπα, συνέδρια, βιβλία κ.λπ., προσπαθώντας να διατηρήσουν μια στάση αυτόνομης αδιαφορίας ως προς τα γεγονότα του πραγματικού κόσμου καθώς και ως προς τους πιο «θορυβώδεις» κατοίκους του, αυτούς που τους ασκούν κριτική.