Οι σχέσεις ανάμεσα στην Ευρώπη και την Τουρκία χαρακτηρίζονταν πάντα από μια βαθιά αντίφαση. Ενώ η συνεργασία στο θέμα της ασφάλειας (ειδικά κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου) και οι οικονομικοί δεσμοί ήταν πάντα ισχυροί, τα ζωτικά θεμέλια της δημοκρατίας –τα ανθρώπινα δικαιώματα, η ελευθερία του Τύπου, τα δικαιώματα των μειονοτήτων και η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης –παρέμειναν αδύναμα στην Τουρκία. Η Ιστορία δίχασε επίσης τις δυο πλευρές, όπως αποδεικνύεται από τη διαμάχη γύρω από την αναγνώριση της γενοκτονίας των Αρμενίων.

Μετά την ανάληψη της εξουσίας από το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, αρχικά υπό τον Αμπντουλάχ Γκιουλ και στη συνέχεια υπό τον Ταγίπ Ερντογάν, αυτές οι συγκρούσεις φάνηκε να περνάνε στο παρελθόν. Κατά τη διάρκεια του πρώτου χρόνου της διακυβέρνησης, το ΑΚΡ επιδίωξε την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ και τον εκσυγχρονισμό της κοινωνίας. Και προχώρησε σε πραγματικές μεταρρυθμίσεις, ειδικά σε τομείς όπως η Δικαιοσύνη, τομέας ουσιαστικός για την πρόοδο των ενταξιακών διαπραγματεύσεων.

Ο Ερντογάν κρατούσε πάντα ζωντανή τη νεοοθωμανική επιλογή, η οποία θα κατηύθυνε την Τουρκία προς τη Μέση Ανατολή και τον μουσουλμανικό κόσμο. Αυτό έγινε προφανές το 2007 όταν η γερμανίδα καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ και ο τότε πρόεδρος της Γαλλίας Νικολά Σαρκοζί έκλεισαν de facto την πόρτα της Ευρώπης για την ένταξη της Τουρκίας με έναν τρόπο που ταπείνωσε τον Ερντογάν.

Τις τελευταίες ημέρες, πάντως, οι τεταμένες σχέσεις ανάμεσα στην Ευρώπη και την Τουρκία πήραν μια περίεργη στροφή. Η τουρκική κυβέρνηση κάλεσε δυο φορές τον γερμανό πρεσβευτή προκειμένου να διαμαρτυρηθεί για τη σάτιρα ενός επαρχιακού τηλεοπτικού δικτύου απέναντι στον Ερντογάν φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να ζητήσει την απαγόρευση του βιντεοκλίπ.

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι εκπαιδευμένοι και έμπειροι τούρκοι διπλωμάτες γνωρίζουν ποια είναι η σχέση της Γερμανίας με την ελευθερία του Τύπου και την ελευθερία της έκφρασης –βασικές αξίες της ΕΕ στην οποία η Τουρκία θέλει να ενταχθεί. Το ερώτημα είναι πόση από αυτή τη γνώση φτάνει ώς τον πρόεδρο Ερντογάν.

Οι σχέσεις θα μπορούσαν να χειροτερεύσουν κι άλλο αυτήν την άνοιξη που η γερμανική Βουλή αναμένεται να αναγνωρίσει τη γενοκτονία των Αρμενίων. Η αναγνώριση είναι πολύ πιθανό να ψηφιστεί από τη συντριπτική πλειοψηφία των βουλευτών. Αν συμβεί κάτι τέτοιο, οι σχέσεις θα φτάσουν στο ναδίρ.

Παρά όμως αυτές τις πρόσφατες συγκρούσεις, η ΕΕ και τα κράτη – μέλη της δεν πρέπει να ξεχνούν ότι αυτή η παλιά συνεργασία με την Τουρκία είναι τεράστιας σημασίας και για τις δυο πλευρές. Τώρα και στο μέλλον η Ευρώπη χρειάζεται την Τουρκία και η Τουρκία χρειάζεται την Ευρώπη. Το τίμημα αυτής της συνεργασίας, ωστόσο, δεν μπορεί να είναι η εγκατάλειψη των δημοκρατικών αρχών. Αντίθετα, η Τουρκία πρέπει επειγόντως να θεσμοποιήσει αυτές τις αρχές για το δικό της καλό. Αυτό που χρειάζεται τώρα είναι να πέσει το βάρος στη στήριξη αυτής της σχέσης και στη μείωση της έντασης κατά το δυνατόν.

Με ή χωρίς συνεργασία, η Ευρώπη δεν μπορεί να απελευθερωθεί από τη γεωπολιτική γειτονιά στην οποία βρίσκεται. Ηδη από τον 19ο αιώνα η Ευρώπη ήρθε αντιμέτωπη με το λεγόμενο «ανατολικό ζήτημα». Η οθωμανική κατάρρευση οδήγησε σε βαλκανικούς πολέμους οι οποίοι τελικά πυροδότησαν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η επιστροφή. Εναν αιώνα από τότε το ανατολικό ζήτημα επέστρεψε στην Ευρώπη. Και είναι το ίδιο επικίνδυνο ακόμη κι αν τώρα δεν υπάρχει κίνδυνος για πόλεμο. Τα Βαλκάνια –μια αναμφίβολα ευρωπαϊκή περιοχή –θα παραμείνoυν ειρηνικά όσο παραμείνει ζωντανή η πίστη στην ένταξη. Η Μέση Ανατολή και η Αφρική, ωστόσο, έχουν παγιδευτεί σε ένα κενό εξουσίας.

Τι σημαίνουν όλα αυτά; Οτι η σημερινή εκδοχή του ανατολικού ζητήματος, όπως και η προ αιώνος εκδοχή του, θέτει τεράστιους κινδύνους για την ασφάλεια της Ευρώπης. Και θα μπορούσε σύντομα να κορυφωθεί με μια εγκαταλειμμένη και αποξενωμένη Τουρκία, απομονωμένη τόσο στην Ευρώπη όσο και στη Μέση Ανατολή, με το δημοκρατικό της δυναμικό να έχει εξαντληθεί από το άλυτο κουρδικό ζήτημα. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι η σύγκρουση αξιών θα συνεχίζει να καθορίζει τη σχέση ανάμεσα στην Ευρώπη και την Τουρκία. Αλλά, όπως συμβαίνει εδώ και έναν αιώνα, η σχέση τους αυτή θα καθορίζεται και από τα συμφέροντά τους σε θέματα ασφάλειας.

Ο Γιόσκα Φίσερ είναι πρώην αντικαγκελάριος και υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας