Για τη σύγχρονη ιστοριογραφία της Ελλάδας είναι μια περίοδος που παραμένει ακόμη στο ημίφως. Ή, αν προτιμάτε, μια περίοδος στην οποία δεν έχει πέσει άπλετο φως. Κι αυτό επειδή η αίσθηση της χρονικής εγγύτητας με την Επταετία παράγει μόνο εσφαλμένα συμπεράσματα (σε 13 μήνες συμπληρώνονται 50 χρόνια από το πραξικόπημα των συνταγματαρχών). Στον χώρο των ιστορικών όσοι ασχολούνται επισταμένως με τη στρατιωτική δικτατορία αποτελούν μειονότητα, όπως αναφέρουν στα «ΝΕΑ» μέλη της επιστημονικής κοινότητας. Αν υπάρχει ωστόσο μια ποιοτική διαφορά είναι το γεγονός ότι το διάστημα 1967-1974 δεν αντιμετωπίζεται πια ως ευαίσθητο πεδίο με κρυμμένα μυστικά και ντοκουμέντα. Πρόσφατα ιστορικοί της νεότερης γενιάς ερεύνησαν αθέατες όψεις της σκοτεινής επταετίας που οδήγησαν και σε αντίστοιχες εκδόσεις. Τελευταίος σταθμός, ο κύκλος συζητήσεων υπό τη μορφή εργαστηρίων που διοργάνωσε το Ιδρυμα της Βουλής των Ελλήνων στο πλαίσιο της έκθεσης «Σκοτεινή επταετία, 1967-1974: Η δικτατορία των συνταγματαρχών».

Η μάχη της προπαγάνδας

Η σειρά ολοκληρώνεται σήμερα με την ομιλία του ιστορικού στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο Αντώνη Κλάψη, ο οποίος δανείζεται τον τίτλο για το θέμα «Δικτατορία – προπαγάνδα» από τον ύμνο της χούντας «Μέσα στ’ Απρίλη τη γιορτή…». Από το ραδιόφωνο, την τηλεόραση και τον κινηματογράφο μέχρι τις αλήστου μνήμης γιορτές στο Καλλιμάρμαρο η χούντα προσπάθησε με κάθε τρόπο να πείσει ότι έκανε καλό στον τόπο υπογραμμίζοντας τον εθνοσωτήριο ρόλο της: «Δεν χρειάζεται να διεισδύσει ερευνητικά κάποιος σε βάθος για να αντιληφθεί ότι η χούντα ήταν κιτς» λέει. Πρόταγμά της έθεσε τον ελληνοχριστιανικό πολιτισμό, δηλαδή τον συγκερασμό του αρχαιοελληνικού πνεύματος με τη χριστιανική πίστη. «Οι στρατιωτικοί ήταν θιασώτες των μεγάλων πνευματικών επιτευγμάτων του αρχαίου κόσμου και της ορθής πίστης του Βυζαντίου. Ως πνευματικά τέκνα του Ιωάννη Μεταξά αναμασούν το ίδιο ιδεολόγημα αλλά το υβρίδιο που οραματίζονταν ήταν εκτός πραγματικότητας. Αν ο Μεταξάς είχε κάποιες πρωτότυπες ιδέες, εκείνοι ήταν εντελώς αστοιχείωτοι» παρατηρεί ο Κλάψης.

Το «όραμά» τους, ως γνωστόν, αποτυπώθηκε στις γιορτές πολεμικής αρετής όπου η χλαμύδα συνυπήρχε με το ρολόι χειρός. «Οταν τα έκανε ο Μεταξάς, ή άλλα φασιστικά καθεστώτα, ήταν συνυφασμένα με την εποχή τους. Στο τέλος της δεκαετίας του ’60 και αρχές του ’70 απλώς ήταν εκτός πραγματικότητας» εξηγεί. Τα Επίκαιρα είχαν προπαγανδιστικό χαρακτήρα και προδικτατορικά, αλλά με τους συνταγματάρχες επήλθε κατάχρηση. «Με την υπερπροβολή της δράσης των Ενόπλων Δυνάμεων οι καθεστωτικοί υπονοούσαν ότι ήταν ισχυροί, ότι εγγυούνταν την ασφάλεια του τόπου και των πολιτών. Σε μία και μοναδική περίπτωση που χρειάστηκε ακαριαία αντίδραση φάνηκε πόσο ανίκανοι ήταν οι χουντικοί και πόσο σαθρό το οικοδόμημά τους. Και αυτή δεν ήταν άλλη από την επιστράτευση του ’74, η οποία απέτυχε» τονίζει ο ιστορικός. Η τηλεόραση, εξάλλου, εντάχθηκε αμέσως στην προπαγανδιστική εργαλειοθήκη τους. «Μέσα από σειρές όπως «Ο άγνωστος πόλεμος», που αφηγείται την ιστορία του ενός καλού αξιωματικού του ελληνικού στρατού και πατριώτη, υποσυνείδητα οι χουντικοί ήθελαν να περάσουν στον κόσμο το μύθευμα που είχαν για τους εαυτούς τους».

Η νεολαία και τα ρεύματα της εποχής

Είχαν προηγηθεί στο πλαίσιο της έκθεσης οι ανοιχτές συζητήσεις των Κωστή Κορνέτη και Χρήστου Χρηστίδη, οι οποίοι διερευνούν επίσης αθέατες όψεις της σκοτεινής επταετίας. Ο Κορνέτης εστίασε στα ρεύματα μαζικότητας που αναπτύχθηκαν επί χούντας στην προσπάθειά της να προσεταιριστεί την κοινωνία, στη φοιτητική αντίσταση και στις πολιτισμικές πολιτικές στη «μακρά δεκαετία του ’60» (αυτό που διεθνώς ορίζεται ως «high sixties»). Μέσα από τη συγκριτική παρατήρηση ο ιστορικός, που ασχολείται κυρίως με τη μετάβαση στη δημοκρατία στον ευρωπαϊκό Νότο, θέλησε να καταδείξει ότι η περίπτωση της Ελλάδας δεν εντάσσεται στις εξαιρέσεις. «Εκείνη την εποχή υπήρχαν και άλλα δικτατορικά καθεστώτα με κοινά χαρακτηριστικά, όπως στην Ισπανία και την Πορτογαλία, ενώ οι νέοι που εξεγείρονται έχουν επίσης πολλά κοινά στοιχεία» λέει ο ιστορικός – ερευνητής στο πανεπιστήμιοCarlosIII της Μαδρίτης (στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού προγράμματος Conex-Marie Curie) και συγγραφέας του βιβλίου «Τα παιδιά της δικτατορίας» (εκδ. Πόλις).

Η χούντα πριμοδότησε τις ροές μαζικότητας, την ανάπτυξη, τον τουρισμό, την παιδεία, την κατανάλωση, που αν και εξυπηρετούσαν τους σκοπούς της –την αποδοχή, δηλαδή, της κοινωνίας μέσω της χειραγώγησης -, δεν μπορούσε να ελέγξει τη δυναμική τους. Η δικτατορία του Παπαδόπουλου έμοιαζε ξεπερασμένη από την εποχή της. «Ηταν ένα υπερσυντηρητικό καθεστώς και ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο δεν μπορούσε να ακολουθήσει τα ρεύματα αυτά. Ηθελε τον μαζικό τουρισμό, όμως μαζί με μια τουριστική ελίτ ήλθε και ο φθηνός τουρισμός αλλά και οι χίπις που δεν μπορούσε να τους διαχειριστεί. Ταυτόχρονα καταγράφεται μαζικοποίηση στα ΑΕΙ. Η χούντα πήρε σειρά μέτρων για να κερδίσει την εύνοια των νέων –έως και δωρεάν συγγράμματα μοίραζε στους φοιτητές –αλλά εκείνοι που ήρθαν από την επαρχία δημιούργησαν συνθήκες ώσμωσης την οποία το καθεστώς αδυνατούσε να αντιμετωπίσει» εξηγεί ο Κορνέτης. Οι πραξικοπηματίες εξάλλου δεν περίμεναν ότι μια σημαντική μερίδα γόνων αστικών οικογενειών –«δεξιών πεποιθήσεων ή στρατιωτικών» λέει ο ιστορικός –που πήγαιναν σε καλά σχολεία θα αποδέχονταν το κατά την άποψή τους αριστερό παράδειγμα της εποχής (εξέγερση φοιτητών σε Γαλλία και ΗΠΑ). «Η κουλτούρα της επίπλαστης ευμάρειας και οι συνθήκες καταναλωτισμού που καλλιέργησε μάλλον συσπείρωσαν τους νέους απέναντι στη δικτατορία» σημειώνει ο ιστορικός.

Καθώς οι ιδεολογίες δεν περιορίζονται από εδαφικά όρια (πόσω μάλλον από τη λογοκρισία) οι πολλαπλές πτυχές της ευρωπαϊκής νεανικής κουλτούρας, σε όλες τις αποχρώσεις και τις διαφορές της που με παραστατικό τρόπο αποτυπώνονται στον τίτλο της συλλογικής έκδοσης «Ανάμεσα στον Μαρξ και την Coca Cola» (εκδ. Κασταλία 2010) πέρασαν και στην ελληνική νεολαία της εποχής. Η άρση της προληπτικής λογοκρισίας προκάλεσε εκδοτική έκρηξη –«από το ’71 κι έπειτα δραστηριοποιήθηκαν 150 εκδοτικοί οίκοι» παρατηρεί ο ερευνητής. Το πείραμα, ωστόσο, της φιλελευθεροποίησης που εφάρμοσε το δικτατορικό καθεστώς από το 1970 κι έπειτα δεν λειτούργησε υπέρ του. «Οι νέοι εξεγέρθηκαν στην Ελλάδα διότι ένιωθαν ότι το καθεστώς τούς προσβάλλει», παρατηρεί ο Κορνέτης που θεωρεί ότι το «18 κείμενα: ένα βιβλίο κατά της δικτατορίας» (Κέδρος) είναι η τομή. Σηματοδοτεί το τέλος της σιωπής του πνευματικού κόσμου».

H στάση της διεθνούς κοινότητας

Ο εξωτερικός παράγοντας βρέθηκε στο ερευνητικό επίκεντρο του ιστορικού Χρήστου Χρηστίδη (διδάσκων στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο). Ο πανεπιστημιακός μέσα από τη μελέτη του παρατηρεί τη στάση της διεθνούς κοινότητας έναντι της δικτατορίας των συνταγματαρχών αλλά και «πώς αυτή εντάσσεται στην αντιπαράθεση κατά την ψυχροπολεμική περίοδο». Εξετάζει παράλληλα τη στάση διακρατικών θεσμών απέναντι σε ένα κράτος-μέλος τους που βρίσκεται υπό στρατιωτικό ζυγό. «Το 1969 το Συμβούλιο της Ευρώπης εξωθεί σε αποχώρηση την Ελλάδα από τον θεσμό ώστε να μη χρεωθεί αργότερα την αποπομπή της. Η ενέργεια αυτή μεταφράζεται σε διπλωματική ήττα της δικτατορίας» σημειώνει ο Χρηστίδης.

Αλλά και η στάση ευρωπαϊκών χωρών απέναντι στην Ελλάδα δεν περνά απαρατήρητη. Σουηδία, Νορβηγία, Ολλανδία και Δανία στρέφονται εναντίον της και την κατηγορούν για καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. «Σε ένα από τα περίεργα παιχνίδια της ζωής βρίσκονται σήμερα στην επικαιρότητα αυτές οι χώρες αλλά με αρνητικό πρόσημο εξαιτίας της στάσης τους στο Προσφυγικό» σχολιάζει σε μια μικρή παρένθεση ο ακαδημαϊκός ερευνητής. «Οι Ευρωπαίοι δίνουν πολιτικό άσυλο και καταγράφονται διαμαρτυρίες εις βάρος του στρατιωτικού καθεστώτος».

Στο μεταξύ η δήλωση συμπάθειας της χούντας προς τις ΗΠΑ λειτούργησε καθησυχαστικά για το ΝΑΤΟ. Στα μάτια των επιτελών του Βορειοατλαντικού Συμφώνου και άρα των ΗΠΑ, η Ελλάδα δεν έμοιαζε ως η κερκόπορτα για κάθοδο και εδραίωση των Σοβιετικών στη Μεσόγειο. Από την άλλη οι επεκτατικές βλέψεις του Σιδηρού Παραπετάσματος εξακολουθούσαν να παραμένουν διακαής πόθος. «Η στήριξη πάντως του ΝΑΤΟ στους χουντικούς ενίσχυσε τον αντιαμερικανισμό» επισημαίνει ο Χρηστίδης.

«“Μέσα στ’ Απρίλη τη γιορτή”. Δικτατορία – προπαγάνδα», εργαστήρι Νέων Ιστορικών, Ιδρυμα της Βουλής (Αμαλίας 14, Σύνταγμα, τηλ. 210-3735.109), σήμερα, 31 Μαρτίουστις 18.30, στο πλαίσιο της έκθεσης «Σκοτεινή επταετία, 1967-1974:Η δικτατορία των συνταγματαρχών».