Υπάρχουν δύο τρόποι για να παρακολουθήσει κανείς την αποψινή συζήτηση στη Βουλή για τη διαφθορά. Ο ένας είναι με όρους θεάματος: να παραγγείλει πίτσα και να βυθιστεί στον καναπέ του για να ακούσει τον Πρωθυπουργό να «ανοίγει οκτώ φακέλους με ονόματα και διευθύνσεις» –όπως επαναλαμβάνει μέρες τώρα ο συμπολιτευόμενος Τύπος –και τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης να απαντά με «αποκάλυψη – βόμβα» –όπως η Συγγρού αφήνει να διαρρεύσει. Ο άλλος είναι με μια κάποια αποστροφή για την εικόνα της πολιτικής αρένας. Και μια ανησυχία για την ποιότητα μιας δημοκρατίας όπου οι υποθέσεις διαφθοράς δεν είναι αρμοδιότητα της Δικαιοσύνης, αλλά η πρώτη ύλη ενός ιδιότυπου ανταγωνισμού σχετικά με το ποιος είναι πιο διεφθαρμένος.

Οι λόγοι που υπαγορεύουν στον Πρωθυπουργό να πετάξει την μπάλα στο γήπεδο της διαφθοράς είναι προφανείς. Εκεί υποτίθεται ότι η κερκίδα του κυβερνώντος κόμματος έχει ακόμη κόσμο. Δεν λύνει όμως το πρόβλημά του.

Η λασπομαχία στη Βουλή, η μετατροπή του υποτιθέμενου ναού της δημοκρατίας σε βούρκο, είναι ένας πολιτικός τακτικισμός που έχει δοκιμαστεί και ξαναδοκιμαστεί από τότε που η διαπλοκή και η κάθαρση εισέβαλαν στο πολιτικό λεξιλόγιο. Σε αυτά τα τριάντα και πλέον χρόνια, η συζήτηση δεν ωφέλησε ποτέ και καμία κυβέρνηση. Γιατί μια κυβέρνηση δεν έχει νόημα να καταγγέλλει. Είτε αφήνει τους θεσμούς του κράτους να κάνουν απερίσπαστοι τη δουλειά τους είτε ενισχύει το νομικό τους οπλοστάσιο.

Αν διαφέρει σε κάτι αυτή η συζήτηση σε σχέση με το παρελθόν, αυτό είναι η αντιστροφή των ρόλων. Για πρώτη φορά δεν είναι η αντιπολίτευση που καταγγέλλει σκάνδαλα και αρχιερείς της διαπλοκής, αλλά προσωπικά ο Πρωθυπουργός ως αδέκαστος εισαγγελέας. Η αποψινή, με άλλα λόγια, είναι μια πρόβα εισαγγελικής δημοκρατίας. Αλλά στις εισαγγελικές δημοκρατίες δεν υπάρχει κανείς που να βγαίνει καθαρός από τον βούρκο.