Η μετατροπή της ασπρόμαυρης ταινίας του Γιώργου Τζαβέλλα «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα» παραγωγής 1965 σε έγχρωμη και η προβολή της ύστερα από δεκαετίες στις κινηματογραφικές αίθουσες επαναφέρει το ερώτημα γιατί τις βλέπουμε ξανά και ξανά. Στην πράξη, οι περισσότεροι έχουμε δει κατά μέσο όρο πέντε με δέκα φορές τις περισσότερες ταινίες της «χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου». Τα κανάλια κυρίως λόγω της οικονομικής κρίσης άρχισαν τα τελευταία χρόνια να ξαναπροβάλλουν σε σχεδόν μόνιμη βάση παλαιότερες ελληνικές σειρές, οι οποίες συνεχίζουν να αποφέρουν τηλεθέαση, όπως και πρόσφατες ταινίες κυρίως αμερικανικής προέλευσης, των οποίων η επαναπροβολή αποτελεί ένα είδος εγγύησης για τα ποσοστά τηλεθέασης των καναλιών. Γιατί λοιπόν οι άνθρωποι καταναλώνουν το ίδιο οπτικοακουστικό περιεχόμενο ξανά και ξανά; Σε κάποιους αρέσει να βλέπουν, λόγου χάρη, μια ταινία πολλές φορές γιατί σε κάθε προβολή διακρίνουν διαφορετικές πτυχές της. Στην πράξη πρόκειται για ένα ερώτημα που ήδη έχει απασχολήσει τους μελετητές για διαφορετικά μέσα και περιεχόμενο, όπως το βιβλίο, το θέατρο ή ο κινηματογράφος.

Ερευνητές που απευθύνθηκαν σε ανθρώπους που είχαν ξαναδιαβάσει ένα βιβλίο ή ξαναδεί μια ταινία ή τηλεοπτική σειρά, διαπίστωσαν ότι οι περισσότεροι από αυτούς έτειναν να καταναλώσουν ξανά οικείο ψυχαγωγικό περιεχόμενο για τέσσερις κυρίως λόγους.

Ο λιγότερο περίπλοκος λόγος για τον οποίο οι άνθρωποι ξαναβλέπουν, λόγου χάρη, μια ταινία είναι ότι απλώς τους αρέσει πολύ. Αν αυτή η εξήγηση σας ακούγεται απλοϊκή, μη διστάσετε να χρησιμοποιήσετε σύνθετες λέξεις, όπως η «επανακατανάλωση». Αυτός είναι ο όρος που οι μελετητές Ράσελ και Λέβι χρησιμοποίησαν για να περιγράψουν για ποιους λόγους οι ερωτηθέντες ξαναείδαν επεισόδια τηλεοπτικών σειρών.

Βλέποντας κάτι «ξανά και ξανά», λογικά θα ανέμενε κανείς ότι το ψυχαγωγικό περιεχόμενο θα έχανε την αρχική έλξη του. Ωστόσο, οι μελετητές έχουν διαπιστώσει ότι η επανάληψη, εκτός από μήτηρ μαθήσεως, αποφέρει και συναίσθημα. Η γνώση της πλοκής απαιτεί λιγότερη ψυχική ενέργεια για την επεξεργασία της. Μια ταινία που έχουμε δει πολλές φορές, είναι περισσότερο εύκολο να την επεξεργαστούμε ιδίως στις λεπτομέρειές της, καθώς «ξετυλίγεται στα μάτια» μας. Είναι όπως τα τραγούδια που ενώ τα έχουμε ακούσει, όσο περισσότερο τα ακούμε μας αρέσουν (και τα θυμόμαστε) πιο πολύ. Στην περίπτωση των παλιών ταινιών, κάποιοι τις βλέπουν επειδή νοσταλγούν τον τρόπο που τα πράγματα ήταν κάποτε, π.χ. πώς ήταν νέοι οι αγαπημένοι μας ηθοποιοί, αλλά και πώς έμοιαζε λόγου χάρη η Αθήνα ή η Θεσσαλονίκη. Είναι άλλωστε γνωστό ότι η επανάληψη μας αρέσει επειδή πολύ απλά μας βοηθά να ανακαλούμε το παρελθόν, και η θύμηση είναι πάντα μια πράξη που στις περισσότερες περιπτώσεις έχει θετικούς συνειρμούς.

Χωρίς εκπλήξεις. Στα θετικά των παλιών ταινιών και σειρών είναι ότι δεν μπορούν να μας εκπλήξουν. Ξέρουμε πώς τελειώνουν και γνωρίζουμε πώς θα αισθανθούμε όταν τελειώσουν. Νέα βιβλία, ταινίες και τηλεοπτικές εκπομπές μπορούν να προσφέρουν εντυπωσιακές συγκινήσεις, αλλά μπορούν επίσης να μας απογοητεύσουν. Οι παλιές ταινίες ποτέ δεν θα μας απογοητεύσουν, μαζί τους είναι σαν να μη φεύγει ο χρόνος.

Μπορεί όμως να υπάρχει και ένας άλλος σημαντικός λόγος. Καθώς οι παραγωγές πλέον δεν γίνονται με την ίδια φροντίδα, μεράκι και επαγγελματισμό όπως παλαιότερα γιατί είτε ο προϋπολογισμός δεν το επιτρέπει είτε τα σενάρια είναι για τα σκουπίδια είτε η σκηνοθεσία δεν είναι εμπνευσμένη ή συχνά είναι «αυτιστική», ο μέσος τηλεθεατής προτιμά την «επανακατανάλωση» οικείου ψυχαγωγικού περιεχομένου, παρά να χάσει την ώρα του με παραγωγές αμφίβολης ποιότητας και πλοκής.