Το θέμα δεν είναι «τι θα μας φέρει» ο επί θύραις νέος ενιαυτός, αλλά τι εμείς θα του δώσουμε. Αυτός απλώς απλώνει τις παλάμες του ως λευκή σελίδα. Και περιμένει. Απαθής. «Αχρους και άοσμος». Η ταυτότητά του είναι τα γεγονότα. Τα οποία όμως δεν παράγει. Του επιβάλλονται. Εισπράττοντας συνήθως λάθη και πάθη. Απ’ όσους παθαίνοντας δεν έχουν μάθει. Φροντίζοντας «να τα φορτώσουν» στον απερχόμενο (και φύσει ανυπεράσπιστο) χρόνο. Αφενός αποποιούμενοι τις ευθύνες των, ως οι καθαυτό αυτουργοί όσων ανακύπτουν. Και αφετέρου αορίστως ελπιδολογώντας. Και συνήθως αδημονώντας και αναμένοντας τις «καλύτερες μέρες». Οταν δεν έχουν τη λογική και το κουράγιο να τις δημιουργήσουν (και να τις νοηματοδοτήσουν) οι ίδιοι. Ετσι αορίστως. Κι ενδεχομένως «μοιραίοι και άβουλοι αντάμα».

Και τελικά: «Η σήμερον ως αύριον και ως χθες» κατά τον ποιητή της «Υψικαμίνου». Οπου ακριβώς το αδυσώπητο χθες, διασκελίζοντας το καταθλιπτικό σήμερα, ενδέχεται ν’ αποβεί το προδιαγεγραμμένον αύριον! Οπόταν και το αύριο, αντί φυσιολογικώς μελλοντικό, θα αποβεί αόριστο. Η έρπουσα ελληνική πλάνη, ως εγγενής τραγωδία. Η οποία κι επαναλαμβάνει εαυτήν, όλη την τελευταία τραυματική (και παντελώς άνυδρη) πενταετία. Χωρίς προς το παρόν επαρκή προοπτική. Το χειρότερο! Καθώς αυτό προοιωνίζεται το αυτόδηλο κενό. Και προσδιορίζει την άλογη κρημνοβασία.

Αυτές οι σημάνσεις μπορεί κατά τεκμήριο να ελαύνονται από προδιάθεση περιστασιακής (κι εν πολλοίς σοφιστικής) αυτοσκοπήσεως λόγω των ημερών. Αλλά προσδιορίζουν ευθέως και την αντίληψη της παθογένειας που βιώνεται σε όλο το εύρος του εθνικού γίγνεσθαι. Και που τείνει ν’ αποβεί ανήκεστη. Και κατ’ ακρίβειαν μη αναστρέψιμη. Διαβιβάζοντας ευκρινή σήματα κινδύνου για δυνάμει κακοήθεις νεοπλασίες που αναπαράγονται ως υποτροπές. Οι μεταστάσεις των οποίων οδηγούν σε ό,τι όλοι αντιλαμβάνονται. Και που όλοι μεν απεύχονται. Πλην η μέγιστη αντίδραση προς το παρόν περιορίζεται στην αλληλοενοχοποίηση. Με πολιτική μετάθεση ευθυνών. Αντί δηλαδή με γενναιόφρονα επιμερισμό τους. Ως τον μόνο πλέον πυλώνα σωστικής υπερβάσεως.

Αλλά στο μεταξύ, «το καραβάνι προχωρά». Οχι εκείνο της (φιλολογικώς ανέξοδης) εξόδου από τον φαύλο κύκλο και την περιδίνιση της κρίσεως, αλλά εκείνο των ανατασσόμενων περιπλοκών. Και μαζί, των κινδύνων που αναπαράγονται ως μέρος και δυναμική των αδιεξόδων. Κι αυτό δεν είναι καθόλου θεωρητικό κασσανδρολόγημα. Είναι το ενόψει απευκταίο. Πλην απολύτως προβλεπτό. Με ρίζες που εκκινούν από πολύ βαθιά. Με οδυνηρά συνεπόμενα.

Αυτά μπορεί να μεταφρασθούν από επαΐοντες σε αριθμούς και ποσοστώσεις. Σε συρρικνωτικές τάσεις εθνικού πλούτου και απομειώσεις ατομικών απολαβών. Σε προσδιορισμό συγκεκριμένων ποσοστών πενίας και αριθμητικών στοιχείων των νεοπτώχων. Σε δείκτες αποδομήσεως δυνατοτήτων και αμβλύνσεως αντιστάσεων. Σε υπολογισμούς και γραφήματα μιας ανιούσας ανθρωπιστικής καταστροφής. Σε καταγραφή ακατάσχετης μεταναστευτικής ροής νέων προς άλλους προορισμούς. Και τελικά σε στατιστική ανάδειξη της δημογραφικής αποψιλώσεως και πληθυσμιακής γενικότερα καθιζήσεως, ως επώδυνη απόρροια των αποσυνθετικών συνθηκών. Ο καταναγκασμός των οποίων κι επιφέρει ακριβώς έως και παράπλευρες θυματοποιήσεις. Που τραυματίζουν καίρια καθόλα ευαίσθητες περιοχές του ελληνικού γίγνεσθαι.

Και είναι αυτά σε τελική ανάλυση που ενέχουν σημασία. Οταν καθόλα κρίσιμα προβλήματα (όπως αυτά που βαναύσως βιώνουμε τώρα) συναρτώνται: Αφενός προς τον χρόνο που ανατέλλει και την αόριστη έστω ελπίδα που προσκομίζει στην απέλπιδα καθήλωση του σήμερα. Και αφετέρου προς την αδυσώπητη απουσία επαρκών δυναμικών, που να οδηγούν εκτός των ασφυκτικών στενωπών. Μέσα στις οποίες κι εγκλωβίζονται οι εθνικές προοπτικές. Με την έννοια της επιτέλους αποδεσμεύσεως από τις χρεοκοπικές αγκυλώσεις. Που αποσυνθέτουν τον κοινωνικό ιστό. Και καθηλώνουν κάθε προς τα πρόσω πορεία.

Προκειμένου η «αύριον» του Εμπειρίκου να μην είναι ούτε ως «η σήμερον» ούτε και «ως χθες»…

Ο Α. Λυκαύγης είναι δημοσιογράφος – πολιτικός αναλυτής