Ημουν στο Στάδιο εκείνο το απόγευμα του 2004 όπου θα διεξαγόταν η κούρσα στην οποία θα συμμετείχε και ο Κώστας Κεντέρης, αν πριν από λίγες ώρες δεν είχε εξελιχθεί η εξευτελιστική για την κοινή λογική (και ηθική) ιστορία με τα δήθεν λάδια που προκάλεσαν το δήθεν ατύχημα. Χειρότερη ακόμη και από τα αποτελέσματα του ντόπινγκ κοντρόλ η δικαιολογία που επινοήθηκε για να αποφευχθεί. Και όμως τότε το «περήφανο» ελληνικό κοινό γιουχάιζε άγρια τους αμερικανούς αθλητές. Ο λόγος; Εκείνοι ήταν εντάξει ενώ ο δικός μας είχε τιγκάρει στο αναβολικό. Εμείς όμως, εξ ορισμού, δεν φταίμε ποτέ και για τίποτα.

Τα θυμήθηκα με αφορμή τη χθεσινή είδηση για την Πηγή Δεβετζή που βρέθηκε ντοπέ από δείγμα του 2007. Αλλά αν ο ελληνικός αθλητισμός έχει ανάγκη από αναβολικά για να κατακτήσει τις κορυφές, ως λαός διαθέτουμε, φαίνεται, μια εθνική ορμόνη που η ανεξέλεγκτη έκκρισή της μας ντοπάρει μεταλλάσσοντας το θράσος σε εθνικό προτέρημα και παραχαράζοντας την ούτως ή άλλως προβληματική, ακόμη και ως ιδέα, ελληνική λεβεντιά. Η γκάμα των συμπτωμάτων είναι τεράστια. Από τον λεβεντοπατέρα που πηγαίνει στο σχολείο με διάθεση να πλακώσει τη δασκάλα η οποία, προφανώς για κάποιον λόγο, τιμώρησε το παιδί του μέχρι τον λεβέντη Πρωθυπουργό μας που έκανε συμβιβασμό χωρίς όμως να συμβιβαστεί. Οι επιστήμονες της ανθρώπινης ψυχής λένε ότι αυτή η συνεχής μεταφορά και αποποίηση της ευθύνης οδηγεί σε υπαρξιακά αδιέξοδα. Αυτά δηλαδή που βιώνουμε ως κοινωνία, εγκλωβισμένοι ανάμεσα στη φασματική ηθική και στη διαστρεβλωτική αλαζονεία του πλεονεκτήματός της.