Με αφορμή την παγκόσμια ημέρα διαβήτη, η Διεθνής Ομοσπονδία Διαβήτη ανακοίνωσε νεότερα δεδομένα σχετικά με τον διαβήτη. Συνολικά 415 εκατομμύρια άνθρωποι, ή ένας στους έντεκα ενήλικες παγκοσμίως έχει διαβήτη ενώ οι μισοί από αυτούς δεν το γνωρίζουν.

Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι χρόνιο νόσημα το οποίο με την σωστή διατροφή, την άσκηση και την κατάλληλη φαρμακευτική αντιμετώπιση, μπορεί να αντιμετωπιστεί. Ωστόσο, εάν ο ασθενής δεν προσέξει, μπορεί να εκδηλωθούν πολλές επιπλοκές οι οποίες απειλούν ακόμη και την ίδια του τη ζωή.

Υπάρχουν δύο βασικοί τύποι σακχαρώδη διαβήτη (ΣΔ). Ο ΣΔ τύπου 1 και ο ΣΔ τύπου 2. Στην πρώτη περίπτωση, στον ΣΔ τύπου 1, ο οποίος εμφανίζεται κατά κανόνα στην παιδική ηλικία ή σε νεαρούς ενήλικες, το πάγκρεας των πασχόντων παράγει πολύ λίγη ή και καθόλου ινσουλίνη.

Η ορμόνη αυτή όμως είναι εξαιρετικά σημαντική για την ομοιοστασία της γλυκόζης στον οργανισμό μας, που αποτελεί μία από τις σημαντικότερες πηγές ενέργειας για τις καθημερινές μας δραστηριότητες. Έτσι, η ανεπάρκεια παραγωγής ινσουλίνης οδηγεί σε αυξημένα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα (αυξημένα σάκχαρα). Oι ασθενείς με ΣΔ τύπου 1 αντιμετωπίζονται με χορήγηση ινσουλίνης (ενέσεις ή αντλία ινσουλίνης).

Ο ΣΔ τύπου 2 εμφανίζεται κυρίως σε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας. Τα άτομα αυτά είτε δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν αποτελεσματικά την ινσουλίνη που παράγει το πάγκρεάς τους (ινσουλινο-αντίσταση), ή/και παράγουν μικρότερη ποσότητα ινσουλίνης από όση χρειάζεται (ανεπάρκεια ινσουλίνης), με αποτέλεσμα την αύξηση της γλυκόζης στο αίμα.

Στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι 800.000-1.000.000 άτομα (8-10% του πληθυσμού) πάσχουν από διαβήτη, ενώ 95% από αυτούς έχουν ΣΔ τύπου 2. Σύμφωνα με την Ελληνική Διαβητολογική Εταιρία 30-40% των ατόμων με διαβήτη είναι ηλικίας 65 ετών και άνω. Είναι πλέον κοινώς αποδεκτό πως ο ΣΔ τύπου 2 αποτελεί μια μάστιγα της εποχής μας που συσχετίζεται με το δυτικό τρόπο ζωής (παχυσαρκία – καθιστική ζωή), ενώ φαίνεται πως μόνο το 50% των ασθενών επιτυγχάνουν τους θεραπευτικούς στόχους, όπως αυτοί ορίζονται από τις διεθνείς επιστημονικές εταιρίες και αφορούν τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα.

Η αντιμετώπιση

Αν και καμία αγωγή δεν θεραπεύει οριστικά το Σακχαρώδη Διαβήτη, ο υγιεινότερος τρόπος ζωής σε συνδυασμό με τα νεότερα αντιδιαβητικά φάρμακα βοηθούν στην επιτυχή αντιμετώπισή του με στόχο τη διατήρηση των επιπέδων σακχάρου στο αίμα σε φυσιολογικά επίπεδα, έτσι ώστε να αποτραπούν οι επιπλοκές της νόσου.

Οι επιπλοκές μπορεί να είναι τόσο μικρο-αγγειακές (βλάβες στα μάτια, τους νεφρούς και στο νευρικό σύστημα), όσο και μακρο-αγγειακές (βλάβες στα μεγάλα αγγεία όπως τα στεφανιαία, τα εγκεφαλικά και τα αγγεία των ποδιών).

Στην προσπάθεια επίτευξης αλλά και διατήρησης του γλυκαιμικού ελέγχου υπάρχουν πολλές θεραπευτικές επιλογές για το ΣΔ τύπου 2. Η μετφορμίνη αποτελεί σύμφωνα με τις διεθνείς κατευθυντήριες οδηγίες το πρώτο βήμα ενώ πολύ συχνά χρειάζονται συνδυαστικές θεραπείες με βάση αυτήν.

Η πιο ευρέως χρησιμοποιούμενη κατηγορία μετά την μετφορμίνη, τόσο στην Ελλάδα όσο και παγκοσμίως, είναι μία από τις νεότερες κατηγορίες φαρμάκων, οι αναστολείς DPP-IV, οι οποίοι συμβάλλουν στην αποτελεσματική, αλλά συγχρόνως και ασφαλή ρύθμιση του σακχάρου. Σημαντικά τους πλεονεκτήματα είναι ότι χορηγούνται από το στόμα, δεν προκαλούν υπογλυκαιμίες και δεν αυξάνουν το βάρος.

Ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της κατηγορίας αυτής είναι η σιταγλιπτίνη, ο πρώτος αλλά και ο πιο ευρέως χρησιμοποιούμενος DPP-IV αναστολέας παγκοσμίως. Μάλιστα πρόσφατα στο Συνέδριο της Αμερικανικής Ένωσης Διαβήτη ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα μιας σημαντικής μελέτης με περισσότερους από 14.000 ασθενείς, η οποία επιβεβαίωσε το προφίλ καρδιαγγειακής ασφάλειας του φαρμάκου. Άλλες θεραπευτικές επιλογές αποτελούν οι σουλφονυλουρίες, η πιογλιταζόνη, οι αναστολείς SGLT2, οι ενέσιμοι GLP-1 αγωνιστές και η ενέσιμη ινσουλίνη.

Η αλλαγή του τρόπου ζωής, η σωστή διατροφή και καθημερινή άσκηση, σε συνδυασμό με την χρήση σκευασμάτων τα οποία είναι αποτελεσματικά και ασφαλή, αποτελούν το κλειδί για τη σωστή αντιμετώπιση του σακχαρώδη διαβήτη και την αποφυγή των σοβαρών επιπλοκών του.

Ο Ευάγγελος Ρίζος, MD, PhD, είναι παθολόγος-διαβητολόγος, επιμελητής Α’ στην Β’ Παθολογική Κλινική του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Ιωαννίνων