Περίπτωση πρώτη: την προπερασμένη Κυριακή, ο Δήμος της Βιέννης –ή Κόκκινης Βιέννης όπως την αποκαλούν λόγω της μεταπολεμικής κυριαρχίας των Σοσιαλδημοκρατών –παραλίγο να πέσει στα χέρια ενός κόμματος το οποίο θέλει να ορθώσει η Αυστρία τείχος κατά μήκος των συνόρων της, ανάλογο με εκείνο της εθνολαϊκιστικής κυβέρνησης Ορμπάν στην Ουγγαρία, ώστε να προστατεύσει τη «χριστιανική κουλτούρα» της από τους «αλλόθρησκους» (αν όχι «εγκληματίες» και «τρομοκράτες») που εισρέουν στην Ευρώπη. Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα κατάφερε τελικά να επικρατήσει. Εχασε όμως πέντε ποσοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με τις εκλογές του 2010 ενώ το περί ου ο λόγος Κόμμα της Ελευθερίας του Χάιντς Κρίστιαν Στράχε πέτυχε το καλύτερο ποσοστό στην ιστορία του: 32%.

Περίπτωση δεύτερη: το περασμένο Σάββατο, παραμονή των δημοτικών εκλογών στην Κολωνία, την τέταρτη μεγαλύτερη πόλη της Γερμανίας, ένας 44χρονος ακροδεξιός μαχαίρωσε μέσα στον δρόμο τη Χενριέτε Ρέκερ, την υποψήφια δήμαρχο που ήταν επιφορτισμένη την τελευταία πενταετία, ως δημοτική σύμβουλος, με τη διαχείριση των υπηρεσιών για τους πρόσφυγες. Ο δράστης, που συνελήφθη επιτόπου, κατέστησε ξεκάθαρα τα κίνητρά του στην αστυνομία: είπε πως «οι ξένοι παίρνουν τις δουλειές μας» και ότι σύντομα στη Γερμανία θα επικρατήσει η σαρία. Η 58χρονη Ρέκερ, που κατέβηκε στις εκλογές ως ανεξάρτητη αλλά έχει στενούς δεσμούς με το CDU της γερμανίδας καγκελαρίου, κατάφερε τελικά να γίνει η πρώτη γυναίκα δήμαρχος της Κολωνίας, με 52,6% των ψήφων. Στη χώρα όμως που αναμένει φέτος έως και ένα εκατομμύριο αιτούντες άσυλο, η Ανγκελα Μέρκελ βλέπει τη δημοτικότητά της να φθίνει και το ακροδεξιό Pegida, που είχε σχεδόν κηρυχθεί νεκρό πριν από μερικούς μήνες, επιστρέφει στο προσκήνιο –ενώ και το εθνολαϊκιστικό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία καταγράφει αύξηση των ποσοστών του, αγγίζοντας το 7%.

Περίπτωση τρίτη: το «υπερσυντηρητικό» (ακροδεξιό) Λαϊκό Κόμμα της Ελβετίας, που θεωρεί πως «πρέπει να κάνουμε την Ευρώπη λιγότερο ελκυστική και να στείλουμε ένα μήνυμα ότι δεν μπορούμε να δίνουμε άσυλο εδώ, ούτε καν στους πρόσφυγες πολέμων», πέτυχε προχθές στις κοινοβουλευτικές εκλογές της Ελβετίας την καλύτερη επίδοση κόμματος μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ηταν ήδη πρώτη δύναμη στη χώρα κι ας έχει αυτή μείνει σχετικά ανεπηρέαστη από την προσφυγική κρίση, ιδιαίτερα σε σύγκριση με τις γειτονικές Γερμανία και Αυστρία. Αύξησε όμως τα ποσοστά του κατά 2,8% σε σύγκριση με τις εκλογές του 2011, εξασφαλίζοντας ένα 29,4% και 65 από τις 200 έδρες της Κάτω Βουλής –όλα αυτά, 20 μήνες αφότου έπεισε τους Ελβετούς να στηρίξουν σε δημοψήφισμα πρόταση για την επιβολή ποσοστώσεων στη μετανάστευση, τόσο μέσα από την ΕΕ όσο και απέξω.

«Ενα δείγμα όσων μέλλει να συμβούν» και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες χαρακτήρισε το εκλογικό αποτέλεσμα στην Ελβετία ο Πάτρικ Εμενέγκερ, πολιτικός επιστήμων στο Πανεπιστήμιο του Ζανκτ Γκάλεν. Τα παραπάνω δεν είναι άλλωστε μεμονωμένα κρούσματα, ξεκίνησαν έτσι, αλλά έχουν πλέον γίνει επαναλαμβανόμενο μοτίβο. Σε μια ήπειρο εξαντλημένη από πολυάριθμες κρίσεις τα τελευταία χρόνια, με τους ευρωπαίους ηγέτες να αδυνατούν τις περισσότερες φορές να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων, η προσφυγική κρίση γίνεται βούτυρο στο ψωμί της Ακροδεξιάς σχεδόν σε κάθε γωνιά, από τις σκανδιναβικές χώρες μέχρι την Ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια. Νεότερα και παλαιότερα κόμματα τη χρησιμοποιούν ως ένα άνοιγμα προκειμένου να κεφαλαιοποιήσουν τους φόβους ψηφοφόρων που σε άλλη περίπτωση ίσως να μη διανοούνταν ποτέ να τα στηρίξουν. Και συχνά καμουφλάρουν την ξενοφοβία τους με όρους οικονομικού πραγματισμού, επιμένοντας πως απλώς δεν υπάρχουν αρκετά χρήματα και δουλειές για όλους.

Η Σουηδία είναι ένα καλό παράδειγμα του πόσο ευρεία είναι η άνοδος της Ακροδεξιάς. Τους πρώτους έξι μήνες του 2015 δέχθηκε 75.000 πρόσφυγες. Για χρόνια, η χώρα αυτή είχε μία από τις πλέον γενναιόδωρες πολιτικές ασύλου στη Δύση, δεχόμενη τους διπλάσιους πρόσφυγες, αναλογικά με τον πληθυσμό της, σε σύγκριση με τους ευρωπαίους ομολόγους της. Κανένα άλλο κράτος δεν έμοιαζε να εκπροσωπεί καλύτερα τα ιδανικά της γενναιοδωρίας και της ανεκτικότητας απέναντι στους «άλλους». Πρόσφατες δημοσκοπήσεις ωστόσο δείχνουν τους Σουηδούς Δημοκράτες, ένα κόμμα με νεοναζιστικές διασυνδέσεις, πρώτη δύναμη με ποσοστό μεγαλύτερο του 25%: προ πενταετίας, είχαν εξασφαλίσει στις εκλογές 5,7%.