«Αμα σι δείξω το μ’νάκι μ’ θα μι δώκ’ς λίγη ζαχαρίτσα Ρηνούλα μ’;». Τι μπορεί να συμβεί στο μυαλό μιας μαθήτριας –της Ρηνούλας –ακούγοντας τη φράση αυτή από την καλύτερή της φίλη, την Ντίνα, χωρίς τελικά ούτε η μία ούτε η άλλη να συνειδητοποιούν το βάρος της, αν δηλαδή κάτι κάνει το «αντίτιμο» λαχταριστό είναι η απαγόρευση της έκθεσής του. Μοιάζει σαν όλες οι κινήσεις, όλες οι κουβέντες, όποιο όνομα κι αν έχουν οι ήρωες των τεσσάρων διηγημάτων, να γίνονται σε έναν τόπο μυστικό, σε έναν τόπο που ακόμη και αν ρητά δηλώνεται –όπως για παράδειγμα τα βουνά του Δομοκού –παραμένει ένας τόπος άγνωστος. Με μια ικανότητα να εναρμονίζει ό,τι συντελείται μέσα του, με μια λειτουργία που θα την χαρακτήριζες συμπαντική. Και η διάθεση της συγγραφέως να μην πει κάτι περισσότερο για τα πράγματα, γιατί διαφορετικά θα κινδύνευε να χαθεί η μαγεία τους, έχει ως αποτέλεσμα όσο πιο αθέατη ή πιο σκοτεινή είναι μια πράξη που επιχειρείται με τόση μεγαλύτερη διαύγεια να την αισθάνεσαι να καταχωρίζεται στο βιβλίο της ζωής, το προορισμένο να μην γραφεί ποτέ –ενώ κάθε άλλο βιβλίο οφείλει να συνιστά μια αντανάκλασή του, όπως ακριβώς είναι το «Μόνο το αρνί».

Η σκηνή με τη Ρηνιώ μέσα στο σκοτάδι να ελευθερώνει τον σύρτη του φράχτη και να πλησιάζει τη μουσούδα του αλόγου για να το ταΐσει ζαχαρίτσες, κι αν ακόμη δεν είχε γραφεί και δεν την είχε διαβάσει κανείς θα υπήρχε ευκρινέστατα καταχωρισμένη στο συλλογικό υποσυνείδητο. Η λογοτεχνία δεν εφευρίσκει, δεν επινοεί, μας φέρνει σε επαφή με κάτι που έχει υπάρξει και η συνάντησή του μαζί μας έχει έναν αναπόφευκτα προδιαγεγραμμένο χαρακτήρα. Οσο μάλιστα πιο άφαντες έχουν γίνει μέσα στα χρόνια οι λεπτομέρειες της ζωής των ανθρώπων τόσο μεγαλώνει το ενδεχόμενο να επιστρέψουν οι ζωές αυτές κάποτε ως λαμπρή λογοτεχνία. Στη Βασιλική Πέτσα, χώροι, ιστορία, ντοπιολαλιές και ένας αφηγηματικός τρόπος πρωτότυπος και εμπνευσμένος υπηρετούν τη Μεγάλη Ιδέα της λογοτεχνίας που είναι να απεικονίζει πραγματικά περιστατικά και σχέσεις, αν και δεν υπάρχει ούτε ένας μάρτυρας για να επιβεβαιώσει την ύπαρξή τους.