Προθεσμία για την Παρασκευή πήρε ο επιχειρηματίας Θωμάς Λιακουνάκος που οδηγήθηκετο πρωί της Τρίτης στην ανακρίτρια, κατηγορούμενος για δωροδοκία και ξέπλυμα μαύρου χρήματος.

Ο ίδιος σε δήλωσή του τονίζει ότι προκαλεί εύλογη εντύπωση, το γεγονός ότι επελέγη αυτή η «πρακτική» βεβιασμένης «απολογίας μου», καθόσον:

α) Ήμουν πάντοτε, αποδεδειγμένα, στη διάθεση των δικαστικών αρχών.

β) Δεν είχε ασκηθεί, εξ αρχής, σε βάρος μου, και στα πλαίσια της παρούσης υποθέσεως, η οποιαδήποτε ποινική δίωξη.

γ) Δεν έχω δωροδοκήσει, όπως κατ΄επανάληψη έχω δηλώσει οιονδήποτε κρατικό αξιωματούχο.

δ) Όλη η επαγγελματική μου δραστηριότητα ήταν ανέκαθεν διαφανής και νόμιμη και τα εισοδήματά μου εμφανή και φορολογητέα στην Ελλάδα.

«Προφανώς, εξομοιώνονται, άδικα, πρόσωπα και πρακτικές, στον χώρο των εξοπλιστικών συμβάσεων και παραγνωρίζεται ότι εγώ, προσωπικά, καθώς και οι εταιρείες συμφερόντων μου, έχουμε υποστεί 155 φορολογικούς ελέγχους που διενήργησαν 594 ελεγκτές των φορολογικών αρχών από τους οποίους (ελέγχους) , ουδέποτε, προέκυψε κάτι επιλήψιμο. Αξίζει να σημειωθεί ότι μόνο την τελευταία 15ετία έχουμε καταβάλει στο ελληνικό δημόσιο φόρους ύψους 155 εκατ. ευρώ», αναφέρει, μεταξύ άλλων, ο Θωμάς Λιακουνάκος.

Καταλήγει δε τονίζοντας ότι έχει απόλυτη εμπιστοσύνη ότι «η Δικαιοσύνη θα επιτελέσει στο ακέραιο το έργο της και θα αγνοήσει τις διάφορες Κασσάνδρες που πανηγυρίζουν, δημόσια, για τη σύλληψή μου, αδιαφορώντας για τους 3.500 εργαζόμενους στις εταιρείες μου και το μέλλον αυτών».

Υπενθυμίζεται ότι για μίζα περίπου 1,6 εκατομμυρίων ευρώ που φέρεται να διακινήθηκε μέσω υπεράκτιας εταιρείας με τελικούς αποδέκτες του Ακη Τσοχατζόπουλο και Γιάννη Σμπώκο, συνελήφθη τελικά με ένταλμα της ειδικής ανακρίτριας Διαφθοράς Βασιλικής Μπράτη ο επιχειρηματίας Θωμάς Λιακουνάκος.

Η σύλληψή του αποφασίστηκε μετά την αποκάλυψη νέων στοιχείων που έφθασαν στα χέρια της ανακρίτριας μέσω δικαστικής συνδρομής, με τελικούς αποδέκτες τους Ακη Τσοχατζόπουλο και Ιωάννη Σμπώκο, που ήδη έχουν καταδικαστεί και εκτίουν πολυετείς καθείρξεις για διακίνηση μαύρου πολιτικού χρήματος σε άλλα εξοπλιστικά προγράμματα.