Οταν ο Τζορτζ Γκάλοπ έθετε τη δεκαετία του 1930 στις Ηνωμένες Πολιτείες τα επιστημονικά θεμέλια των δημοσκοπήσεων, δεν μπορούσε να φανταστεί ότι σχεδόν εκατό χρόνια αργότερα σε μια μακρινή χώρα θα δημοσιεύονταν επτά διαφορετικές δημοσκοπήσεις μέσα σε μία μόνο ημέρα ενώ είχαν προηγηθεί δεκάδες άλλες. Συνέβη την περασμένη Παρασκευή στην Ελλάδα. Και εξηγεί εν μέρει την αδυναμία των δημοσκόπων να αποτυπώσουν με σχετική ακρίβεια τις διαθέσεις της κοινής γνώμης. Το πρόβλημα, με άλλα λόγια, δεν βρίσκεται στην επιστημονική μέθοδο –ή τουλάχιστον όχι μόνο σε αυτήν. Βρίσκεται και στην υπερπαραγωγή του προϊόντος.

Το αποτέλεσμα αυτής της υπερπαραγωγής είναι ότι μπουκώνει η αγορά δίνοντας επιπλέον την αίσθηση ότι μπουκώνει με προϊόντα – μαϊμούδες. Στη χώρα όπου ακόμη και ο Βασίλης Λεβέντης νομίζει πως κάποιοι απεργάζονται την πολιτική του εξόντωση, δεν είναι καθόλου δύσκολο να πιστέψει η κοινή γνώμη ότι οι δημοσκοπήσεις είναι στημένες και ότι ο πραγματικός στόχος δεν είναι η ανίχνευση των διαθέσεών της αλλά η παραγωγή πολιτικού αποτελέσματος. Σύμφωνα με αυτήν την άποψη, οι δημοσκοπήσεις δεν παραγγέλλνονται για να περιγράψουν το κλίμα αλλά για να το φτιάξουν. Η άποψη αυτή έχει αρχίσει να εδραιώνεται σε τέτοιον βαθμό ώστε δημιουργείται η υποψία ότι οι ερωτώμενοι δεν απαντούν αλλά τρολάρουν για να χαλάσουν τη σούπα μέσων ενημέρωσης και κομμάτων. Κάπως έτσι, το δημοσκοπικό λάθος ταυτίζεται με την εσκεμμένη απόκρυψη της αλήθειας είτε από εκείνον που ρωτάει είτε από εκείνον που απαντάει. Οι δημοσκοπήσεις στην Ελλάδα μοιάζουν πλέον με ένα παιχνίδι αμοιβαίας παραπλάνησης.

Στην πραγματικότητα, το λάθος είναι κομμάτι από την ψυχή της στατιστικής. Η αναγνώριση για τον Τζορτζ Γκάλοπ ήρθε το 1936, όταν κατάφερε να προβλέψει με ακρίβεια το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών εκείνης της χρονιάς. Στις εκλογές του 1948, όμως, προέβλεψε λανθασμένα ότι ο Χάρι Τρούμαν θα έχανε τις εκλογές. Ευτυχώς για τον ίδιο δεν έζησε τόσο πολύ για να ακούσει τον Πάνο Καμμένο να τον αποκαλεί πληρωμένο δολοφόνο και απατεώνα που τα παίρνει από τους νταβατζήδες.