Νά τι σου κάνει ένα σπουδαίο βιβλίο. Σε ξεσηκώνει ακόμη και καταμεσής της καλοκαιρινής ραστώνης, που υποτίθεται ότι δεν αντέχει «βαριά» αναγνώσματα. Διάβασα αυτό τον καιρό το «Η Δύναμις και η Δόξα» του Γκράχαμ Γκρην, το κορυφαίο μυθιστόρημά του, που εκδόθηκε στα ελληνικά (Πόλις) με καθυστέρηση τριών τετάρτων του αιώνα. Ο Γκρην το συνέλαβε έπειτα από ένα ταξίδι του στο Μεξικό το 1938, όταν η χώρα ήταν ακόμη σημαδεμένη από γεγονότα που τη συγκλόνισαν τα προηγούμενα χρόνια. Και συγκλονίζει ο ίδιος εμάς με μια ιστορία εμπνευσμένη από αυτά τα γεγονότα.

Στα μέσα της δεκαετίας του 1920 η ομοσπονδιακή κυβέρνηση του Μεξικού έθεσε σε εφαρμογή μια σειρά σκληρούς αντικληρικαλικούς νόμους. Η σφοδρή αντίδραση των πιστών Καθολικών κλιμακώθηκε γρήγορα σε έναν πολυαίμακτο εμφύλιο πόλεμο («Πόλεμος των Κριστέρος»), που κράτησε τρία χρόνια, χωρίς να ηρεμήσουν τα πράγματα ούτε μετά τον τυπικό τερματισμό του. Ειδικά στην πολιτεία Ταμπάσκο (όπου διαδραματίζεται το μυθιστόρημα) ο διωγμός του Κλήρου ήταν τόσο άγριος που έφτανε ώς τον τουφεκισμό ιερέων οι οποίοι αρνούνταν να αποσχηματιστούν.

Ενας τέτοιος ιερέας πρωταγωνιστεί στο μυθιστόρημα. Δεν είναι κανένας αγνός και γενναίος Καθολικός, πλασμένος για μάρτυρας (όπως ο ήρωας του ψυχωφελούς αναγνώσματος που ο Γκρην, ειρωνικά, βάζει να διαβάζει στα παιδιά της μια ευσεβής Καθολική). Είναι μέθυσος, δειλός, έχει παιδί από μια άνομη σχέση, υπήρξε αλαζονικός και ματαιόδοξος ως ενοριακός ιερέας. Παρόλα αυτά πιστεύει στο ιερατικό καθήκον του, στην κλήση του, και είναι ο μόνος κληρικός της πολιτείας που δεν έχει υποταχτεί. Γι’ αυτό καταδιώκεται και κρύβεται από τόπο σε τόπο, σε μια αέναη φυγή από τον διώκτη του, έναν ιακωβίνο υπαστυνόμο.

Το μυθιστόρημα θυμίζει γουέστερν, και όχι μόνο λόγω του μοτίβου της καταδίωξης σε ένα τραχύ, άξενο μεξικάνικο τοπίο (καθηλωτική η περιγραφή του). Γουέστερν από εκείνα τα νεότερα όπου οι ρόλοι του καλού σερίφη και του κακού φυγόδικου είναι αντεστραμμένοι. Εδώ ο καλός (που δεν είναι και τόσο καλός) είναι ο φυγάς, ενώ ο κακός (που δεν είναι και τόσο κακός) ο διώκτης του. Αλλά η προβληματική του προσηλυτισμένου στον Καθολικισμό Γκρην δεν είναι ηθική. Είναι, αν τη δούμε χωρίς θεολογική αναφορά, υπαρξιακή. Τα ελαττώματα και οι αμαρτίες ενός ανθρώπου δεν αναιρούν την κλήση ή τον υπαρξιακό προορισμό του. Ο ιερέας του μυθιστορήματος όχι μόνο έχει συνείδηση των αμαρτιών του αλλά και δεν τις αποστρέφεται. Ωστόσο πιστεύει ακλόνητα στην αποστολή του να σώζει ψυχές και γι’ αυτό εκθέτει διαρκώς τη ζωή του σε θανάσιμο κίνδυνο.

Γνωρίζοντας την έσχατη ταπείνωση, ο ιερέας θα νιώσει για πρώτη φορά αγάπη για τον πάσχοντα άνθρωπο και θα ενώσει τους δρόμους του καθήκοντος και της καρδιάς του. Με εκτυφλωτική καθαρότητα αναδύεται αυτό μέσα από το σκοτάδι μιας φυλακής όπου ο ιερέας περνάει μια νύχτα με πλήθος κρατούμενους κάθε φυράματος, που δεν μπορεί να δει τα πρόσωπά τους και προσπαθεί να τα μαντέψει από τη φωνή τους. Και τότε σκέφτεται, με την καρδιά και όχι με το δόγμα, πως όταν φέρνεις στον νου σου επακριβώς έναν άνθρωπο νιώθεις έλεος, σαν να βλέπεις την εικόνα του Θεού.