Το πιο κρίσιμο, κατά γενική ομολογία, σημείο στην ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών αλλά και στην ευρύτερη συμφωνία ανάμεσα στην Ελλάδα και στους θεσμούς είναι η διαχείριση των κόκκινων δανείων. Ηδη πριν από την επιβολή των capital controls οι επισφάλειες είχαν ξεπεράσει τα 100 δισ. ευρώ, ενώ παραμένει ακόμη άγνωστο πού έχει φτάσει σήμερα το νούμερο αυτό.

Πέραν του πρωτόγνωρου μεγέθους, η διαχείριση των κόκκινων δανείων είναι κομβική και στην όποια προσπάθεια ανάκαμψης της οικονομίας. Υπερχρεωμένες επιχειρήσεις, νοικοκυριά στο όριο και τράπεζες με σκελετούς κάτω από το χαλί δεν μπορούν να υποστηρίξουν καμία προσπάθεια βελτίωσης του κλίματος.

Εξού και η σημασία που δίνεται στις διαπραγματεύσεις ανάμεσα στις τράπεζες, την κυβέρνηση και τους θεσμούς για τη διαχείρηση της «καυτής πατάτας». Γιατί, πέραν των άλλων, το ζήτημα έχει και μείζονα κοινωνικό χαρακτήρα. Πώς θα χειριστούν οι τράπεζες ή ο νέος κάτοχος των δανείων τους πλειστηριασμούς; Τι θα συμβεί με τις επιχειρήσεις που θα περάσουν στα χέρια των πιστωτών; Θα υπάρξει μέριμνα για τις επισφάλειες των ανέργων και των κοινωνικά αδυνάτων;

Από την άλλη, τραπεζικά στελέχη επισημαίνουν ότι η οικονομία δεν μπορεί να προχωρήσει αν δεν ξεκαθαρίσει άμεσα η κατάσταση. Και αυτό σημαίνει από τη μια διαχείριση των υπαρχουσών επισφαλειών και από την άλλη θωράκιση του συστήματος, ώστε να μη δημιουργηθεί κουλτούρα κακοπληρωτών, ούτε να βγουν χαμένοι όσοι –λίγοι –ήταν τυπικοί στις υποχρεώσεις τους.

Γιατί το χειρότερο σενάριο για όλους είναι μια μεσοβέζικη ρύθμιση που θα κρύψει πρόσκαιρα το πρόβλημα κάτω από το χαλί μόνο και μόνο για να επιστρέψει διογκωμένο αργότερα.

Σύμφωνα με τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, χρειάζεται μια κοινή λύση διαχείρισης, στα πρότυπα του εξωτερικού, που θα απαλλάξει τις τράπεζες από τα βαρίδια ώστε να μπορούν εκ νέου να χρηματοδοτήσουν την οικονομία. Και ταυτόχρονα θα ξεκαθαρίσει το τοπίο στον επιχειρηματικό τομέα, ώστε να δοθεί ανάσα στις επιχειρήσεις που έχουν προοπτικές και ελπίδες επιβίωσης, σταματώντας επιτέλους τη διαιώνιση των «θαλασσοδανείων».