«Ελλάδα: όλοι χαμένοι». Ηταν ο τίτλος του κύριου άρθρου που δημοσίευσε η «Μοντ» την Τετάρτη, μόλις καταλάγιασε λίγο η σκόνη που σήκωσε το agreekment. «Υπήρχε μια περίοδος που το ευρωπαϊκό πνεύμα έκανε ρίμα με την ευφυΐα» κατέληγε η γαλλική εφημερίδα∙ «από τότε έχει περάσει πολύς καιρός». Ο τρόπος που αντιμετωπίστηκε η ελληνική κυβέρνηση στις Βρυξέλλες, οι όροι της συμφωνίας, που ανακοινώθηκε έπειτα από 17 ώρες διαπραγματεύσεων, έχουν προκαλέσει έντονη κριτική σε όλη την Ευρώπη –και όχι μόνο από την πλευρά των ευρωσκεπτικιστικών δυνάμεων που μιλούν αναμενόμενα για «πραξικόπημα».

Πολλές είναι οι φιλευρωπαϊκές φωνές που εκφράζουν έντονη ενόχληση για τον δραστικό τρόπο με τον οποίο περιορίζει η συμφωνία την εθνική κυριαρχία της Ελλάδας θέτοντας την οικονομία της υπό την κηδεμονία των θεσμών, αμφιβολίες για το κατά πόσο είναι ρεαλιστική και εφικτή η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που απαιτούνται από τη χώρα, καθώς και έντονη ανησυχία για το μέλλον –και της Ελλάδας, και της ευρωζώνης, και του ευρωπαϊκού οικοδομήματος στο σύνολό του.

«Η ζημιά που έγινε στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση είναι τεράστια και ενδεχομένως να αποδειχθεί μη αναστρέψιμη» δήλωσε χαρακτηριστικά ο Φιλίπ Λαμπέρ, ο γάλλος συμπροεδρεύων των Πρασίνων στο Ευρωκοινοβούλιο. «Διατηρήσαμε την ενότητα του ευρώ, θυσιάζοντας όμως τη δημοκρατία. Θα είναι εύκολο για τους ευρωφοβικούς να λένε εφεξής πως δημοκρατία και Ευρώπη δεν είναι συμβατές. Αποφασίστηκε να εγκατασταθεί στην Αθήνα μια Κομαντατούρ, χωρίς να σταλούν αλεξιπτωτιστές, είναι μια επίθεση εναντίον της δημοκρατίας» πρόσθεσε την ώρα που ο γερμανός συνάδελφός του Σβεν Γκεβόλντ μιλούσε για μια «υπαγωγή ενός κράτους σε κηδεμονία» που πλήττει τις ίδιες τις θεμελιώδεις αξίες της Ευρώπης.

Οπως σημείωσε η «Μοντ», τα τελευταία πέντε χρόνια καθεμία ευρωπαϊκή χώρα υπό πρόγραμμα βοήθειας έχασε λίγη από την εθνική κυριαρχία της προς όφελος των δανειστών της, του ΔΝΤ, της ΕΚΤ και της Κομισιόν. Αυτός, λένε πολλοί, ήταν και ο λόγος για τον οποίο αρνήθηκε στα τέλη του 2011 ο Μάριο Μόντι, ο τότε πρωθυπουργός της Ιταλίας, κάθε βοήθεια σε πείσμα των πιέσεων της Ανγκελα Μέρκελ και του Νικολά Σαρκοζί. Ιρλανδία και Πορτογαλία άλλωστε, δύο κράτη που χρειάστηκαν για ένα διάστημα οικονομικό «ορό», έκαναν το παν ώστε να επιστρέψουν το συντομότερο δυνατό στις αγορές και να ξεφύγουν από την κηδεμονία της τρόικας. Αυτά που επιβάλλονται στην Ελλάδα ωστόσο, το εύρος των δημοκρατικών «περιορισμών», είναι καινοφανή: δεν πρόκειται πλέον για έναν έλεγχο εκ των υστέρων, αλλά για έναν έλεγχο εκ των προτέρων.

Μία από τις σκληρότερες ρήτρες της συμφωνίας δεσμεύει την ελληνική κυβέρνηση να «συμβουλεύεται τους θεσμούς και να συμφωνεί μαζί τους για κάθε νομοσχέδιο πριν το καταθέσει για δημόσια διαβούλευση ή στο Κοινοβούλιο». Και η έλλειψη εμπιστοσύνης των εταίρων, με επικεφαλής το Βερολίνο, προς την κυβέρνηση Τσίπρα δεν αρκεί ως επιχείρημα για να πείσει τον Ιβ Μπερτονσινί, τον διευθυντή του Ινστιτούτου Ζακ Ντελόρ στο Παρίσι: «φριχτούς» χαρακτηρίζει τους περιορισμούς που επιβάλλονται στην Ελλάδα. «Περάσαμε στα δάνεια με ενέχυρο, όπως περίπου στα ενεχυροδανειστήρια, όπου οι άνθρωποι έρχονται να αφήσουν τα οικογενειακά κοσμήματα» σχολιάζει. «Δεν οικοδομήσαμε την Ευρώπη για να κάνουμε την Ευρώπη – ΔΝΤ, ούτε για να θέτουμε τους λαούς υπό κηδεμονία».

Οι αντιδράσεις δεν περιορίστηκαν φυσικά σε αυτή την πλευρά του Ατλαντικού. Ο Τζόζεφ Στίγκλιτς δηλώνει βέβαιος πως στην ιστορία της Ευρώπης και της ευρωζώνης θα υπάρχει ένα «πριν» και ένα «μετά» το «ελληνικό σχέδιο». «Η ευρωζώνη δημιουργήθηκε προκειμένου να φέρει πιο κοντά τα κράτη» δήλωσε ο αμερικανός νομπελίστας οικονομολόγος σε συνέντευξή του στη «Λιμπερασιόν». «Πλέον τα σπρώχνει προς τον αλληλοσπαραγμό και παρακολουθεί τα πιο ισχυρά στοιχεία να κατασπαράζουν τα πιο αδύναμα. Αυτό που είδαμε είναι η ίδια η άρνηση της ευρωζώνης. Δεν μπορούμε να διοικούμε μία νομισματική ένωση όπως το ευρώ χωρίς ένα μίνιμουμ οράματος, διαύγειας και αλληλεγγύης. Δεν θα ήθελα να είμαι μέλος μιας λέσχης ο ηγέτης της οποίας δεν δείχνει κανένα αντανακλαστικό οικονομικής κοινής λογικής, καμία αλληλεγγύη και, για ακόμα μία φορά, καμία συμπόνια».

Για τον Στίγκλιτς, το χειρότερο σε αυτό το «σίριαλ του παραλόγου» είναι πως η Ευρώπη, ειδικά το Βερολίνο, άφησε ανεκμετάλλευτα τα διδάγματα της ιστορίας. «Η Γερμανία χρωστά την οικονομική της ανάκαμψη και την ανάπτυξή της αποκλειστικά στη μεγαλύτερη διαγραφή χρέους που έχει γίνει ποτέ, το 1953. Και θα έπρεπε να είχε κατανοήσει, μετά τη Συνθήκη των Βερσαλλιών το 1919, τις συνέπειες των ανυπέρβλητων χρεών». Μοναδική λύση, για τον αμερικανό οικονομολόγο, «μια αναδιάρθρωση ή ακόμα καλύτερα μία ελάφρυνση» του ελληνικού χρέους.

«Είναι ντροπή»

«Ο τρόπος με τον οποίο αποφεύχθηκε το Grexit ασφαλώς και δεν ήταν ο σωστός» επισημαίνει ο γερμανός οικονομολόγος Χένρικ Εντερλαϊν, πρόεδρος του Κέντρου Ζακ Ντελόρ του Βερολίνου. «Ολοι οι συμμετέχοντες πρέπει να αναρωτηθούν πώς κατέστη δυνατή μια τέτοια κλιμάκωση στην καρδιά της Ευρώπης. Είναι ντροπή».